Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Παράδοξον εφάνη και εις εμέ, αλλ' ήλθε. — Μόνη; Ο Θεόδωρος δεν απήντησεν ευκρινώς εις την τελευταίαν ερώτησιν. Ο Πλήθων τω είπε λέξεις τινάς και τον απέπεμψε. Το προσωπείον της νυκτός. Ότε ο Σκούντας και η Αϊμά εξήλθον εκ του μοναστηρίου, σκότος βαθύ επεκράτει υπό τον ουρανόν. Ο αιθήρ εκαλύπτετο υπό μαύρων νεφών, και σφοδρός άνεμος εσύριζε διά μέσου των δένδρων.

— ... Ω διάβολε, είπεν ο Σκούντας, κάτι σα συλλογισμένος φαίνεσαι απόψε. — Τίποτε, απήντησεν ο Τρανταχτής. Αν ήσουν φίλος, έπρεπε να μου πης την καρδιά σου, καθώς κάμνω εγώ. — Διάβολε, αύριον έχω δουλειά. — Ε, και τι; — Και δεν αδειάζω. Ο Σκούντας ουδέν ενόησε. — Φίλε μου, αυτό πρώτον το είξευρα, μου το είχες ειπεί.

Λοιπόν έφερες το κλειδί; τω είπε μυστηριωδώς. — Ποιο κλειδί; ηρώτησε μετ' άκρας φυσικότητος ο Σκούντας. — Το κλειδί που του παρήγγειλα να μου φτειάση, απήντησεν η Βεάτη. Ο Σκούντας εκαμώθη ότι ανακαλεί τας αναμνήσεις του, και είπεν· — Α! τώρα ενθυμούμαι. Μου είπεν ο Τρανταχτής για ένα κλειδί. — Και δεν σου τώδωσεν; ηρώτησεν αποθσρρυνθείσα η Βεάτη.

Και δεν γίνεναι άλλος τρόπος; — Σαν τι τρόπος; — Να με διορίσης εμένα αντιπρόσωπό σου, διά να φυλάξω εγώ τον λόγο σου, αφού δεν ειμπορείς να τον φυλάξης εσύ; Ο Τρανταχτής εκάγχασεν. — Έχεις βλέπω μεγάλας απαιτήσεις, είπε. — Χάριν αν θέλης να σου κάμω, είπεν απαθώς ο Σκούντας, άλλως δεν ανακατόνομαι. — Καλά.

Ο Σκούντας τη εσύριξε μακρόθεν το όνομα του Τρανταχτή και η μοναχή έσπευσε να διατάξη να τον εισαγάγωσιν. Ο Σκούντας δι' ολίγων λέξεων εξήγησεν ότι ο φίλος του Τρανταχτής, τυρβάζων περί σπουδαίας υποθέσεις, δεν εσχόλαζε να έλθη, και έπεμψεν αυτόν προς την Βεάτην. Η μοναχή ευηρεστήθη εκ της προθυμίας και εκ των φιλοφρόνων τρόπων του Σκούντα, και τον προσεκάλεσεν εις το μαγειρείον.

Εγώ; όχι, Μα το Ναι. — Και τι έλεγες πρωτήτερα; — Διά να πάγω εγώ; Εχωράτευα, είπεν ο Σκούντας. — Ώστε έχεις και συ δουλειά; — Δεν πιστεύω, αλλά τι με μέλει; — Δεν σε μέλει λοιπόν διά την δυσκολίαν του φίλου σου; — Ποίαν δυσκολίαν; — Είνε μία δυσκολία αυτό δι' εμέ, είπεν ο Τρανταχτής. Δεν θέλω να δυσαρεστήσω την Βεάτην. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. — Λοιπόν δεν γίνεται; είπεν ο Τρανταχτής.

Δεν τον βοηθούμεν; και εδείκνυε πάλιν τον καταβεβλημένον υπό του Τρέκλα άνθρωπον. — Να τον βοηθήσωμεν; είπε μετά ψυχρού σαρκασμού ο μυστηριώδης άνθρωπος. Έλα στο νου σου, Αϊμά. Δεν ήτο δε ίσως και επίκουρος η τοιαύτη βοήθεια. Ο Σκούντας ήτο άδηλον αν έζη εισέτι. Η μανιώδης περίσφιγξις του Τρέκλα, και τα δήγματα του Χόμο, τον είχαν καταβάλει.

Λοιπόν, την θέλησιν την έχουν όλοι, την δύναμιν όμως ολίγοι. — Και έπειτα; — Και διά τούτο βλέπομεν ότι ολίγοι επιτυγχάνουν εις αυτόν τον κόσμον. — Και είσαι συ εκ των ολίγων; — Εννοείται, αφού έχω τόσα μέσα. — Και τι μέσα έχεις; — Όσα θέλω. Ο Σκούντας έλαβε το ποτήριόν του και το συνέκρουσε με το του συμπότου. Εξεκένωσε δε ο Σκούντας τον οίνον απνευστί. Ο Τρανταχτής μόνον ολίγον έπιεν.

Σχεδόν καθ' εκάστην, ότε μετέβαινεν ίνα αντλήση ύδωρ εκ του φρέατος ή δι' άλλον έργον απεμακρύνετο εκ της καλύβης, νέος τις διήρχετο, ίστατο, έφευγεν, επανήρχετο και την ωφθαλμοβόλει αδιακόπως. Ήτο δε ούτος ο γνώριμος ημών Σκούντας, ο επιλεγόμενος Περίδρομος, διαβόητος αλήτης καθ' όλα τα περίχωρα. Η Αϊμά δεν εγνώριζεν ούτε αυτόν ούτε το επάγγελμά του.

Αυτό; Και τι είνε αυτό; — Το βλέπεις, κλειδί είνε. — Το βλέπω ότι είνε κλειδί, αλλά με αυτό δεν εννοώ τίποτε. Ο Τρανταχτής έσεισε τους ώμους. — Διά ποίον σκοπόν είνε αυτό το κλειδί; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δι' αυτό δεν ξεύρω ούτ' εγώ. — Αλλ' όμως ξεύρεις ποιος σου το έδωκε και διά ποίον είνε. — Α, όσον δι' αυτό, μάλιστα. — Αυτό σ' ερωτώ κ' εγώ. — Λοιπόν επιμένεις να το μάθης;

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν