Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, καθ' ην παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπάρμπα-Δημήτρης έκρυψεν επιτηδείως τας δύο στάμνας του νερού οπού είχεν ακόμη γεμάταις, κ' επαρουσίασεν εις την τράπεζαν δύο άδειαις, λέγων ότι δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του Χαιρημονά την βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτον ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος.

Ο παπάς εφορούσε τότε το επιτραχήλι, άνοιγε το Ευχολόγιον, κ' εδιάβαζεν επάνω εις την φιάλην του νερού τας «Ευχάς εις γυναίκα λεχώ». Η δε γερόντισσα έπαιρνε την φιάλην του νερού του διαβασμένου, επανέστρεφεν εν σπουδή, ταχύπους και ανυπόδητη, εις το βουνόν, εις το καλύβι, κ' ερράντιζε με το ηγιασμένον νερόν την λεχώ, το βρέφος, την κλίνην, το λίκνον, την γυναίκα την εκτελέσασαν χρέη μαίας, αν τοιαύτη υπήρχε, και τους άλλους όσοι τυχόν παρέστησαν εις τον τοκετόν, ως και όλον τον θάλαμον.

Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην εις την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου. Το βάθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.

Ελάχτιζε όσο εδύνονταν προς του νερού την όψι, Μον την πληγή δεν ημπορεί του χάρου ν' αποκόψη.

Αλλά το λάχτισμα του νερού που αντήχαε στα πλευρά αδιάκοπο, η βαρειά οσμή του κατραμιού, των σχοινιών, του κάρβουνου και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή εδώ αγωνίζεται τον τελευταίον αγώνα της. Για τούτο και κανένας δεν επρόσεξε τόρα στο κωμικό κατρακύλημα του θερμαστή. — Δε λέτε, παιδιά και τίποτα να ζεσταθούμε; είπε πάλιν εκείνος αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα με δύσκολο μορφασμό.

Και ακόμη γύρωθέ της άλλη πικρότερη συνοδεία! Βλέπει τον ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει τους ναύτες πέραδώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα επάνω στα χάλαρα, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιγνίδι του νερού, δαρμός και φτύμα του.

Οι Τούρκοι στενοχωρούμενοι μεγάλως από την έλλειψιν νερού και τροφών, απελπισθέντες του να λάβωσι βοήθειαν από τα πλησίον στρατόπεδα, επρόβαλον εις τον Καραϊσκάκην να τους συγχωρήση την έξοδον.

Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, 465 Ή νερού καθόλου ικμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Όλη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ. 470 Το πουρνό καθώς χαράζει, Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας Το ταξίδι ακολουθόντας.

Προσέξετε λοιπόν μήπως, ελπίζοντες υπερβολικά παρ' εμού, πάθετε όπως οι βλέποντες τα πράγματα τα ευρισκόμενα εντός του νερού• νομίζοντες δηλαδή ότι είνε όπως εφαίνοντο άνωθεν, διότι το φως διαθλώμενον τα εμεγέθυνε, λυπούνται όταν τα ανασύρουν και τα ευρίσκουν πολύ μικρότερα.

Κάθε τόσο όμως ένα ρεύμα αέρα το δρόσιζε και οι καρυδιές και ο ροδακινιές μέσα στα περιβόλια ψιθύριζαν ανάμεσα στο κελάρυσμα του νερού και στο κελάιδισμα των πουλιών.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν