Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Τα πόδια μου βαστούσανε καλά, μα η ψυχή μου ένοιωθα πως γινότανε παραλυτική μέσα μου, σαν το κορμί του ζητιάνου. — Χωρίς άλλο, είπα με τον εαυτό μου, αυτός ο παραλυτικός είναι ένας ανόητος και δεν ξέρει τι λέει. Ας γυρίσω στη δουλειά μου.... Κοντοστάθηκα μια στιγμή κ' ύστερα γύρισα βιαστικός, σαν να με κυνηγούσαν. Πέρασα τον κάμπο γλήγοραγλήγορα κ' έφθασα πάλι στη μεγάλη στράτα.

Πού παν ρε οι παίνιες, πως εμείς είμαστε τάχα οι πρώτοι, που τότες ρητορέβατε στη Λήμνο σα νταήδες 230 χάφτοντας βόδια και κρασί ρουφώντας, πως καθείς μας Τρώες θ' αξίζαμε εκατό στον πόλεμο ή διακόσους; Πού τώρα! μήτε μ' έναν τους δεν είμαστε καν ίσοι. 234 Δία πατέρα, αχτύφλωσες ποτές με τέτια τύφλα 236 κι' έκανες άλλο βασιλιά παντού του κόσμου μπαίγνιο; Μα εδώ όταν μ' έφερνε η οργή, το ξέρεις με τα πλοία, ποτές μου εγώ μυριόμορφο δεν πέρασα βωμό σου, μα απάνου σ' όλους έκαψα βοδιών μεριά και πάχος 240 ποθώντας την καλόκαστρη να διαγουμίσω Τροία.

ΑΝΝΟΥΛΑ Την κάμαρα του Σταύρου θα τηνέ συγυρίσω εγώ, μονάχη μου, όπως ξέρω. Αφήστε με και να ιδήτε ά δε σας αρέσει το γούστο μου. ΣΤΑΥΡΟΣ Στην παλιά μου κάμαρα, σ' εκείνη που πέρασα τα μαθητικά μου χρόνια, θέλω και τώρα να ξανακαθήσω. ΓΙΑΓΙΑ Μπα παιδί μου, που ν' ανεβαίνης εκεί πάνου, στη σοφίτα. Τότε θυμάμαι, σου κάναμε το χατήρι για νάχης ησυχία στο διάβασμά σου.

Ολόκληρον ε δ ι ά β α σ α μήναν εις τον ξενώνα. Ύστερα το διαβάζω πήρε τη σημασία του αναγινώσκω , που και κείνο άλλο δε θα πη παρά αναγνωρίζω . Το διαβάζω έχασε όλους διόλου σήμερα στην κοινή συνήθεια το νόημα που είχε στο στίχο του Πρόδρομου. Για τούτο θακούσετε πολλούς να σας πουν· πέρασα το τάδε βιβλίο μια φορά ή δυο φορές.

ΣΤΑΥΡΟΣ Πάντα είναι σκληρός, όπως και τότε; ΑΝΝΟΥΛΑ Αχ! η ματιά του. θεέ μου, σε κάνει αυτή μονάχα ταπεινό, σε κάνει δούλο, σε κάνει τιποτένιο. ΓΙΑΓΙΑ Πες μου λοιπόν, παιδί μου, τόσον καιρό μονάχο, έρημο στα ξένα πώς τα πέρασες. Σε ποιο μέρος πήγες άμα έφυγες από δω; τι έκανες εκεί; ΣΤΑΥΡΟΣ Πώς τα πέρασα; Δε με κοιτάζετε.

Μετά από όσα πέρασα και λόγω του φόβου μου ότι θα μπορούσα να αναγνωρισθώ από κάποιον εχθρό, μπορούσα μόνο να ταξιδεύω πολύ σιγά και προσεχτικά, γενικά αναπαυόμενος σε κάποιο απομακρυσμένο μέρος την μέρα και περπατώντας όσο πιο μακριά μπορούσα το βράδυ, και στο τέλος έφθασα στο βασίλειο του θείου μου, για τον οποίο ήμουν σίγουρος ότι θα με προστατέψει.

Σα να το ξέρη η καημένη πως δε θα μ' έχη του χρόνου. . . . Ταξίδι, ταξίδι. . . . Για δες μαντιλάκια, κάλτσες, ως και βελόνια και κλωστή μούβαλε. Να κ' ένα κυδώνι, θεοκίτρινο! Ανασταίνεσαι να το μυρίζης μονάχα. Να κ' οι γόβες! Όχι, όχι, να μην τα δω τώρα. Να τα βλέπω ύστερα και να τις θυμάμαι. » Αχ, νύχτα που την πέρασα! μήτε στιγμή δεν έκλεισα μάτι, μα θαρρώ και μήτε άλλος κανένας.

Ποιος είπε μια στιγμή: πού πάμε; Είδα στα μάτια σου ένα δάκρυ. Και σ' έφερα στο νου, θυμάμαι, ορθή στο λόφο ως είχες μείνει· δεν πέρασα κοντά σου μόνος, και η όψη σου χλομοί ήταν κρίνοι. Δόξα στον πόνο, χαίρε ο πόνος που στη χαρά θα φέρη, ως φέρει βροχή θερμή δροσάτο αέρι.

Η Νοέμι τον ακολούθησε με την πετσέτα στο χέρι. «Ναι, ήρθα από την Τερανόβα. Τι δρόμος! Πετάει κανείς! Ναι, πρέπει να πέρασα μπροστά από την εκκλησία, αλλά δεν πήρα είδηση για το πανηγύρι. Ναι, το χωριό μοιάζει ερημικό. Είναι πολύ ξεπεσμένο, ναι…Απαντούσε ναι σε όλες τις ερωτήσεις της Νοέμι, αλλά έδειχνε πολύ αφηρημένος. «Γιατί δεν έγραψα; Μετά το γράμμα της θείας Έστερ ήμουν αβέβαιος.

Το νεογέννητο γαϊδουράκι καθότανε παραπονεμένο ακόμα δίπλα στη μάννα του. Πέρασα ένα μικρό μονοπάτι κ' έφθασα ως το δρομαλάκι. Έκαμα κάμποσα βήματα απάνω στο άσπρο, ξερό χώμα και προχώρησα λιγάκι χωρίς διάθεση. Η ερημιά κ' η ξεραΐλα μου κάμανε πλήξη. Σε λίγο άρχισα να βαρυέμαι και το βήμα μου σιγάσιγά γινότανε ολοένα πιο αργό και πιο απρόθυμο.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν