Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Προσευχόταν απορροφημένος, αλλά, όταν ο Έφις του άγγιξε ελαφρά το καπότο έστρεψε έκπληκτος στην αρχή, έπειτα βίαιος, χωρίς να αναγνωρίσει το ζητιάνο. «Στο διάολο! Ούτε εδώ δεν μας αφήνετε ήσυχους;» «Ντον Πρέντου, αφεντικό! Είμαι ο Έφις, δεν με αναγνωρίζετε

Η Νοέμι, πράγματι, είχε αφήσει τον πανσέ να πέσει σε μια λευκή πτυχή του υφάσματος. Η καρδιά της χτυπούσε∙ ναι, μάντευε. «Πού είναι η ντόνα Έστερείπε ο Έφις σκύβοντας επάνω στα πόδια του. «Πόσο θα ευχαριστηθεί όταν το μάθει! Ο ντον Πρέντου μου ζήτησε να γυρίσω στο χωριό γι’ αυτόν το λόγο…» «Μα τι λες, άθλιε;» «Όχι, μη με λέτε άθλιο!

Ήθελα να προτείνω στον ντον Τζατσίντο να βγάλει και να μου δώσει τα δέκα σκούδα που μου χρωστάς, αλλά, μα την πίστη μου, σκέφτηκα μετά πως δεν ήταν σωστό. Εάν όμως, όταν ανανεώσουμε τη συναλλαγματική, κάνουμε το λογαριασμό…..» Ο Έφις κατέβαλε προσπάθεια για να μετακινηθεί.

Εκείνος βέβαια δεν θα επέτρεπε στον Τζατσιντίνο ούτε καν να ξεμπαρκάρει. Τι λες, Έφις;» «Εγώ; Εγώ είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης, αλλά λέω πως ο ντον Τζατσιντίνο θα ξεμπαρκάριζε οπωσδήποτε.» «Γιός της μάνας του, θέλεις να πειςαναστέναξε η ντόνα Ρουθ και ο υπηρέτης αναστέναξε κι εκείνος. Η σκιά του παρελθόντος ήταν πάντα εκεί, γύρω τους.

Ο Έφις, ωστόσο, δεν έφυγε. «Δεν μπορώ να βγω έτσι και να παρουσιαστώ στις αναγελάστρες υπηρέτριες του ντον Πρέντου. Πρέπει να μου βρεις ρούχα. Άντε: τι σκέφτεσαι όταν δεν κοιμάσαι; Άντε, άντε: χριστιανή μου.» «Τι, δεν είμαι χριστιανή εγώ; Πιο χριστιανή από εσένα, ψυχή μου.

Ο ντον Πρέντου πετάχτηκε επάνω ανασηκώνοντας τις άκρες από το καπότο του σαν να ήθελε ν’ αγκαλιάσει τον υπηρέτη του, και κοιτάχτηκαν σαν δυο παλιοί φίλοι. «Λοιπόν; Λοιπόν;» «Λοιπόν;» «Ναι», είπε ο ντον Πρέντου παίρνοντας πάλι το λόγο πρώτος, «ο Τζατσίντο μου διηγήθηκε τα κατορθώματά σου, βλάκα. Βάλθηκες να κάνεις μια εύκολη δουλειά, ακαμάτη! Καλή δουλειά, βέβαια! Έλα, πάρε

Μόνο ο Τζατσίντο δεν χόρευε. Καθισμένος πλάι στην τοκογλύφο κουνούσε τα χέρια ανάμεσα στα γόνατά του, χλωμός και κουρασμένος. Ο Έφις στ μεταξύ άκουγε τις γυναίκες να φλυαρούν για το ποιος ξόδεψε εκείνη την ημέρα περισσότερα χρήματα και διασκέδασε περισσότερο και κάποια είπε: «Ο ντον Πρέντου». «Όχι, ο ντον Τζατσίντο. Ξόδεψε περισσότερες από τριακόσιες λιρέτες. Είναι πλούσιος.

Όχι, δεν ονειρευόταν, όλα ήταν αληθινά: η αυλή ήταν γεμάτη ήλιο και σκιά, κάποιες σχίζες έπεφταν από το μπαλκόνι όπως πέφτουν οι πευκοβελόνες το φθινόπωρο και πέρα από τον τοίχο φαινόταν το Βουνό άσπρο σαν ζάχαρη και όλα ήταν γλυκά και τρυφερά όπως το πρωί, όταν είχε βγει από το σπίτι του ντον Πρέντου.

Και να που σιγά σιγά όλα μαζεύονται τριγύρω, περνούν μέσα από τις σχισμές, όπως οι αχτίδες του φεγγαριού: είναι η ντόνα Μαρία Κριστίνα, όμορφη και ήρεμη σαν αγία, είναι ο ντον Τζάμε, κόκκινος και βίαιος σαν το διάβολο, είναι οι τέσσερις θυγατέρες που στο χλωμό τους πρόσωπο έχουν την ηρεμία της μητέρας τους και βαθιά μες στα μάτια τους τη φλόγα του πατέρα, είναι οι υπηρέτες, οι υπηρέτριες, οι συγγενείς, οι φίλοι, όλος εκείνος ο κόσμος που πλημμυρίζει το πλούσιο σπίτι των απογόνων των Βαρόνων της περιοχής.

Οι πεθαμένοι όμως γυρίζουν: νατοι, όταν ο ντον Τζατσιντίνο κάθεται στο σκαμνί και η Γκριζέντα στο κατώφλι, μου φαίνεται πως είμαι εγώ και ο συγχωρεμένος…Όταν άρχιζε εκείνες τις περιπλανήσεις στο παρελθόν δεν τελείωνε ποτέ και ο Έφις, που το ήξερε, την έδιωξε ενοχλημένος. «Πηγαίνετε στο καλό! Ψάξτε κι εσείς έναν καλό γαμπρό με βουκέντρα για την εγγονή σας

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν