Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Έπειτα, ξαφνικά, συνεχίζοντας τις σκέψεις της, ρώτησε: «Και ο ντον Τζατσιντίνο δεν θα έρθει;» Η Νοέμι πήρε αυστηρό ύφος, επειδή δεν επέτρεπε σε κανένα να ανακατεύεται στα πράγματα του σπιτιού της. «Εάν έρθει, καλώς να ορίσει», απάντησε ψυχρά, αλλά μόλις έφυγε η γριά ξανάπιασε το μίτο των συλλογισμών της. Ζούσε τόσο έντονα το παρελθόν, που το παρόν δεν την ενδιέφερε πια σχεδόν καθόλου.

Ο Έφις πήρε τον κουβά κάτω από το κάθισμα και ξεκίνησε, αλλά όταν έφτασε στην πόρτα έστρεψε δειλά, κοιτάζοντας τον κουβά που κουνιόταν. «Το γράμμα είναι από τον ντον Τζατσιντίνο;» «Το γράμμα; Τηλεγράφημα είναι……» « Χριστέ μου! Δεν πιστεύω να έπαθε τίποτα κακό;» «Τίποτα, τίποτα! Πήγαινε…..» Δεν είχε νόημα να επιμένει πριν κατέβει η ντόνα Νοέμι.

Έτρεμε και ίδρωνε και του φαινόταν πως θα λιγοθυμήσει. «Με την προϋπόθεση ότι η εξοχότητά σας θα παντρευτεί την ντόνα ΝοέμιΚαι ο ντον Πρέντου έσκασε πάλι στα γέλια. Γελούσε, αλλά κρατούσε ακίνητο τον Έφις, σαν να ήθελε να τον εμποδίσει να φύγει. «Πόσο διασκεδαστικός είσαι, διάολε! Θα σ’ έχω μαζί μου για όλη μου τη ζωή, έτσι θα με διασκεδάζεις όταν είμαι άκεφος! Θα σε παντρέψω με τη Στεφάνα.

Και ξαφνικά μια αίσθηση χαράς τον έκανε να πεταχτεί επάνω, τον διαπέρασε ολόκληρο, όπως ο ήλιος, που του στέγνωνε τα ρούχα και του ζέσταινε τα ξυλιασμένα μέλη. Και να, άρχισε πάλι να σκέφτεται τις κυράδες του, τις αγαπούσε πάντα και περίμενε τον ντον Πρέντου για να μάθει νέα τους. Αλλά ο ντον Πρέντου δεν κατηφόριζε.

Ο ντον Πρέντου ήταν πιο συγκρατημένος, αλλά το χαμόγελό του, αν το πρόσεχε κανείς, έκοβε σαν το μαχαίρι. «Γύρνα τότε εκεί! Και να κουβαλήσεις μαζί σου και την Γκριζέντα σαν να ήταν σκυλάκι.» «Ουφ! Τι ανόητοι που είστε σ’ αυτό το χωριό.» «Όχι όμως τόσο, όσο στο δικό σου

Ο Έφις τις αναγνώριζε όλες αυτές τις φιγούρες, τις άκουγε που μιλούσαν, καταλάβαινε ότι ήταν ζωντανές και πραγματικές∙ και όμως είχε την εντύπωση ότι ονειρευόταν : ήταν φιγούρες του ονείρου της ζωής. Ήταν ο παπάς, ήταν ο Μιλέζος, ήταν ο Τσουαναντόνι, ήταν οι υπηρέτριες του ντον Πρέντου και ο ίδιος ο ντον Πρέντου και η Νοέμι.

Ο Έφις την κοίταξε μια στιγμή ικετευτικά. «Ο ντον Πρέντου θέλει ν’ αστειευθεί.» «Κακό σημάδι. Όταν αυτός θέλει ν’ αστειευθεί, κάποιοι θα κλάψουν», είπε η γυναίκα, αψηφώντας το βλέμμα του αφεντικού της και πίσω της χαμογελούσε, χλωμή και αινιγματική, με το μακρύ της στόμα κλειστό και με δυο λακκάκια στις άκρες, η Πατσάνα, η άλλη υπηρέτρια. «Λέω να παντρευτείς τον Έφις, Στεφάνα.

Και ο ντον Πρέντου στεκόταν εκεί, να χαϊδεύει την καδένα του και να κοιτάζει κάτω, προς το ποτάμι, σαν να περίμενε κι εκείνος κάποιον. «Τι στο καλό. Μήπως πέθαναν κι αυτές;» «Η ντόνα Έστερ θα είναι στην εκκλησία και η ντόνα Νοέμι ίσως έχει ξαπλώσει.» «Γιατί, άρρωστη είναι;» «Τι να πω! Τώρα τελευταία, όταν γυρίζω, τη βρίσκω στο κρεβάτι.

Στη γιορτή πήγα….. στη γιορτή…. «Ούι! Ούιιι!» Η φωνή τρεμούλιαζε σαν χλιμίντρισμα, και οι γάμπες των γυναικών διαγράφονταν ανάγλυφες κάτω από τις σκουρόχρωμες φούστες και τα κοντά τους πόδια προεξείχαν από τον κόκκινο ποδόγυρο που κυμάτιζε και κινούνταν όλο και πιο ζωηρά, παίρνοντας φωτιά από την ευχαρίστηση του χορού. «Ντον Τζατσίντο! Ελάτε!» «Όπα! Όπα!» «Ελάτε επιτέλους! Ελάτε

Έπειτα ρώτησε: «Αλλά και η Γκριζέντα τι κάνει; Πενθεί κι εκείνη και δεν βγαίνει έξω πια.» Ο Έφις δεν απάντησε. «Και ο ντον Πρέντου, τώρα, σας επισκέπτεται;» «Δεν ξέρω. Εγώ βρίσκομαι πάντα εκεί πάνω, στο κτηματάκι

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν