United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος είχε συμφέρον γι’ αυτό; Κανείς δεν ήξερε. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ επακριβώς γνωστά, και εάν κάποιοι τα ήξεραν δεν θα ήταν πλέον σημαντικά και μυστηριώδη. Γεγονός είναι πάντως ότι ο ντον Πρέντου αδυνάτιζε, δεν πρόσβαλε πια τον πλησίον του και τελικά έκανε τη βλακεία ν’ αγοράσει ένα κτήμα χωρίς αξία και μαζί μ’ αυτό και τον υπηρέτη, που του έδινε την ελευθερία του.

Πρώτος στη σειρά ο Ρετόρος , μετά η αδελφή του, έπειτα ο Μιλέζος που είχε παντρευτεί την κόρη εκείνης και που είχε γίνει, από πλανόδιος πωλητής πορτοκαλιών και κανατιών, ο πλουσιότερος έμπορος του χωριού. Ακολουθούσε ο ντον Πρέντου, ο Πρόεδρος του χωριού, που ήταν ξάδελφος των κυράδων του Έφις. Ο ντον Πρέντου ήταν πλούσιος, όχι όμως σαν τον Μιλέζο.

Βρες κάποιον που να μπορεί να πάει να φωνάξει τον Έφις στο κτήμα.» «Θα πάω εγώ, Νοέμι» «Εσύ; Εσύ; Εσύ… όχι.» «Γιατί όχι;», γρύλλισε. «Φοβάσαι μήπως σου κλέψω τα καρπούζιαΕκείνη συνέχισε να τραυλίζει ασυνείδητα: «Εσύ όχι… εσύ όχι… εσύ όχι…» Ο ντον Πρέντου μάντευε το δράμα που παιζόταν εκεί μέσα.

Ο Έφις καταλάβαινε πολύ καλά και ένευε καταφατικά με το κεφάλι και με τα μάτια του που άστραφταν. «Να μιλήσω εγώ με την ντόνα Νοέμι;» Ο ντον Πρέντου του χτύπησε το γόνατο. «Μπράβο! Αυτό είναι. Και όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα, Έφις! Αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα αφήνουμε να μπαγιατεύουν.

Η κυρά του όμως γελούσε πάλι κι εκείνος εξοργίστηκε παρά τη θέλησή του. «Πού είναι το αστείο; Μήπως δεν είναι δυστυχισμένος ο ντον Πρέντου; Μέχρις ότου τον λυπηθείτε, ντόνα Νοέμι…. Κι όμως, είναι καλός

Αναστέναξε βαθιά και πήρε την άκρη της ποδιάς της Νοέμι τυλίγοντας το στρίφωμα με τα σκουρόχρωμα δάχτυλά της. «Ντόνα Νοέμι, κυρά μου, έχετε την καρδιά της μητέρας σας. Σ’ εσάς μπορώ να το πω. Όταν ο πατέρας μου με προειδοποίησε: εάν ξανασηκώσεις τα μάτια σου στον ντον Τζάμε θα σου τα βγάλω με τη βουκέντρα, εγώ τα έκλεισα και ο ντον Τζάμε από εκείνη τη στιγμή και έπειτα ήταν νεκρός για μένα.

Ο ντον Πρέντου έτρεξε να φωνάξει την ντόνα Έστερ. Θυμήθηκε τα λόγια της γριάς: «ο Τσουαναντόνι θα έρθει να σας κάνει σερενάτα» και ένα πονεμένο ουρλιαχτό βγήκε από τα χλωμά της χείλη: ήταν φωνές, βογγητά, θρήνος που ανακατεύονταν με τις νότες του ακορντεόν και με το τραγούδι του αγοριού, όπως το αγκομαχητό ενός λαβωμένου στο δάσος ανακατεμένο με τις τρίλιες ενός αηδονιού. Ξαφνικά όμως όλα έπαψαν.

Εδώ και είκοσι χρόνια, όταν κάποιο γεγονός έσπαγε τη μονοτονία της ζωής στο σπίτι των Πιντόρ, ήταν πάντα μια συμφορά. Ξάπλωσε και το παιδί, αλλά δεν είχε όρεξη για ύπνο. «Μπαρμπα-Έφις, και σήμερα η γιαγιά μου έλεγε ότι οι κυράδες σας ήταν πλούσιες, όπως ο ντον Πρέντου. Είναι αλήθεια ή όχι;» «Αλήθεια είναιείπε ο υπηρέτης αναστενάζοντας. «Δεν είναι όμως ώρα να θυμόμαστε τέτοια πράγματα.

Τελικά κάθισε πλάι στην είσοδο για να ράψει σιωπηλή και όταν ήρθε ο ντον Πρέντου μετακίνησε το κάθισμα και παραμέρισε το πανί της για να του ελευθερώσει το πέρασμα, αλλά σήκωσε μόλις το πρόσωπο για να τον κοιτάξει και απάντησε με ένα ελαφρό νεύμα του κεφαλιού στο χαιρετισμό του.

Ο Έφις την άφηνε να τον ψαχουλεύει και χαιρόταν τη χάρη της. Η γριά όμως με ανέκφραστο το πρόσωπο και τα μάτια γυάλινα είπε με γλύκα: «Ο μακαρίτης ντον Τζάμε γυρίζει πίσω