Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ας με φονεύση όστις από σας με αγαπά. Α’. ΦΥΛΑΞ. Όχι εγώ. Β'. ΦΥΛΑΞ. Ούτ' εγώ. ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Ο θάνατος και η τύχη σου τρέπουν εις φυγήν τους οπαδούς σου. Αρκεί μόνον να δείξω εις τον Καίσαρα το ξίφος τούτο και να του φέρω την αγγελίαν, διά ν' αποκτήσω την εύνοιάν του. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Πού είναι ο Αντώνιος; ΔΕΡΚΕΤΑΣ. Εκεί, Διομήδη, εκεί. ΔΙΟΜΗΔΗΣ. Ζη; δεν αποκρίνεσαι, ω άνθρωπε;

Τότες τ' απάντησε η θεά, του Δία η θυγατέρα 825 «Διομήδη, του Τυδέα γιε, παιδί μου αγαπημένο, έννια σου αφτό! Μη σκιάζεσαι τον Άρη, μη φοβάσαι θεό κανένα· τέτιο εδώ έχεις βοηθό σου, εμένα!

Πάλι καρδιά και δύναμη του φοβερού Διομήδη τούδωκε η κόρη του Διός, για να φανεί μες σ' όλους τους Αχαιούς κι' αθάνατο να κάνει τ' όνομά του. Απ' την ασπίδα τούκαιγε κι' απ' το χαλκένιο κράνος φωτιά άσβυστη, λες είτανε το θερινό τ' αστέρι, 5 π' απ' όλα αστράφτει πιο λαμπρό αφού λουστεί στο κύμα· τέτια απ' τους ώμους τούκαιγε κι' απ' το κεφάλι φλόγα!

Κι' ορμώντας σα ζυγώσανε με τ' άρματα στα χέρια, τίναξε πρώτος ο Φηγιάς το τροχιστό κοντάρι· 15 όμως η μύτη απάνωθες περνάει απ' του Διομήδη τον ώμο τον αριστερό με δίχως ναν τον βλάψει. Δέφτερος ρήχνει τότε αφτός, μα απ' το δικό του χέρι τ' όπλο δεν πέταξε άδικα, μον του χτυπάει τα στήθια μεσόβυζα, κι' οχ τα φαριά τόνε γκρεμίζει χάμου.

Των θεών βαριά η οργή πλακώνειΤότε ο λεβέντης Πάνταρος γυρίζει και του κάνει «Αινεία, δημογέροντα των αλογάδων Τρώων, 180 σαν το Διομήδη αφτόν εγώ τον απεικάζω σ' όλα, απ' την ασπίδα κρίνοντας κι' απ' το χαλκένιο κράνος κι' απ' τ' άτια· μα καλά θεός κι' αν είναι δεν κατέχω.

Μα ο θεϊκός Δυσσέας τον νιώθει καθώς ζύγωνε και κάνει του Διομήδη 340 «Κάπιος, Διομήδη, ροβολάειτήραμακριά απ' τους Τρώες, δεν ξέρω, καν κατάσκοπος των καραβιών καν θέλει καμιά να κλέψει αρματωσά απ' τα νεκρά κουφάρια. Μον άσ' τον πρώτα δίπλα μας να προχωρήσει λίγο όξω απ' τη στράτα, κι' έπειτα ορμάμε εμείς, κι' αμέσως 345 τον πιάνουμε.

Μα το Διομήδη η άγρια σαΐτα δεν τον δάμασε, μον ως μπροστά στ' αμάξι πίσω γυρνάει και στέκεται, και του συντρόφου κράζει «Έλα, αδερφέ μου Στένελε, πήδα οχ τ' αμάξι κάτου, για να μου βγάλεις την πικρή που μ' ήβρε εδώ σαΐτα110 Είπε, και χάμου ο Στένελος ευτύς πηδά οχ τ' αμάξι, και πάει σιμά του στέκεται, και τη γοργή σαΐτα όξω απ' τον ώμο του σκουντάει κι' ίσα τη βγάζει πέρα.

Μόνε του πήρε τα μιαλά, του Γλάφκου, τότε ο Δίας, που πήγε κι' άλλαξε άρματα με το Διομήδη τότες, 235 χρυσά με χάλκινα, εκατό βοδιών μ' εννιά βοδιώνε. Κι' ο Έχτορας τότε έφτασε μπροστά στο Ζερβοπόρτι και στην οξά, κι' εκεί σωρός των Τρώωνε οι γυναίκες κι' οι κόρες τρέχανε όλες τους και γύρω τον ρωτούσαν για άντρες να μάθουν και παιδιά, για αδέλφια και για φίλους.

Αν όμως είσαι απ' τους θνητούς που τρων της γης το σπέρμα έλα κοντά να μπεις γοργά στου Χάρου τα πλεμάτιαΚι' ο Γλάφκος πάλε απάντησε και του Διομήδη, τούπε «Τι τη γυρέβεις τη γενιά, λιοντόψυχε Διομήδη; 145 Ξέρεις των φύλλων τη γενιά; και των θνητών την ξέρεις.

Μα το να πάω μαζί σου εγώ, μετά χαράς πηγαίνω· μα κι' άλλους ας σηκώσουμε, το μαχητή Διομήδη με το Δυσσέα, του Οϊλιά τον Αία, και το Μέγη. 110 Μα ας τρέξει, αν έχεις άθρωπο, κι' αφτούς να κράξει ακόμα, τον άρχοντα το Δομενιά, τον Αία του Τελαμώνα· τι αφτών στην άκρη βρίσκουνται μηδέ σιμά τα πλοία.

Λέξη Της Ημέρας

ανάπλεως

Άλλοι Ψάχνουν