United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δαμισκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώση του κατά το ζέρβιο πλευρό και πίσω από το γόνατό του κρύβονταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι απάνουόλ' αυτά, η λαμπράδα των ομματιών του και του κορμιού του η λεβεντιά έδειχναν ότ' ήτοντην καρδιά δράκος τούτος και λιοντάριτη δύναμη. Αρχοντιά κι ωμορφιά και στόλοςτο ανάστημά του όλο.

Μόνε τον έρμο του Πηλιά γιο θέτε να βοηθάτε, που δίκιο μες στα σπλάχνα του δεν ξέρει, μήτε ο νους του 40 λυγάει μια στάλα, μον λυσσάει σαν τ' άφαγο λιοντάρι, που το κεντρώνει η δύναμη κι' η άσκιαχτη καρδιά του και πάει αθρώπων ζωντανά να βρει και να χορτάσει· έτσι κάθε έχασε σπλαχνιά, πια σέβας δεν κατέχει. 44 Δικό του κι' άλλος πριν μαθές και πιο λαχταρισμένο 46 θάχασε — ή γιο του, ή αδερφό από μιας μάννας σπλάχναμα κλαίει, στενάζει, κι' έπειτα τελιώνει· γιατί οι Μοίρες τα πλάσανε μ' απομονή τα σωθικά τ' αθρώπου.

Μ' αν πέφτης, πέφτεις ένδοξο, 'σάν παλληκάρι πέφτεις, 'Σάν το λιοντάριτη σπηληά, 'σάντο λημέρι ο κλέφτης, Που αμέτρητοι τον έχουνε ολόγυρα ζωμένα, Κ' εκείνο αποφασίζεται, χουμάει απελπισμένο. Όχι! δεν πέφτεις άδοξο· θα το γνωρίζουν όλοι, Πως σώλειψε τόσον καιρό ψωμί, μπαρούτι βόλι. Φτάνει, φτωχό, που βάσταξες κι' ως τώρα την ανδρειά σου Αλλά και τώρα πώπεσες έπεσες 'σάν ανδρείο.

Διάβασα κάτι μικρά του ποιήματα στην Εστία, είναι τώρα κανένας μήνας. Να το νύχι, να και το λιοντάρι. Ο Δροσίνης ένα ρομάντσο να μας κατάφερνε, δε γίνεται, θα είτανε ρομάντσο από μάστορη καμωμένο.

Ο Θύρσις απ' την Αίτνα εγώ κι αυτή η φωνή του Θύρσι· Πού ήστε αν μαραίνονταν ο Δάφνις, πού κ' οι Νύμφες; Στου Πηνειού τις λαγκαδιές, στου Πίνδου τα λαγκάδια; Μηδέ στης Αίτνας την κορφή μηδέ στο ρέμμα του Άκι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Εκείνον τον εθρήνησαν και λύκοι και τσακάλια εκείνον και τον έκλαψε στο λόγγο το λιοντάρι. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.,

Ένα μόνο γυρέβει, πώς να πη γρήγορα και παστρικά ό τι έχει να πη. Πρώτα βλέπει αν έχει τόντις να πη τίποτες· ύστερα γράφει. Δε θέλει να στολίση μήτε την ιδέα του μήτε τη φράση του. Το στολίδι του είναι η αλήθεια· φτάνει να την ακούση ο κόσμος, και τα λόγια του είναι καλά. Διέστε το Δημοστένη! Τι κεραβνός και τι λιοντάρι!

Για το Βλαχάβα μώλεγε του Ολύμπου το θρεφτάρι, Το Γρίβα του Ξερόμερου το δράκο το λιοντάρι, Τ' αδέρφια τ' αξεχώριστα τους Κατσικογιανναίους, Και για της Μάνιας τα παιδιά, τους Κολοκοτρωναίους.

Γιατί κατές ποιος ήπιασε στον κάβο; Το πρόσωπον του τυφλού έγινεν ιλαρώτερον, ενώ η κεφαλή του ένευεν ότι εμάντευσεν. Είχεν ήδη ακούση ένα κτύπον ποδός, όστις ετράνταξε το έδαφος, και μόνον τούτο ήτο αρκετόν διά να εννοήση ότι έσυρε τον χορόν ο Μανώλης. — Να σε χαρούμε, λιοντάρι του χωριού μας! εφώναξε και αυτός προς τον Μανώλην και το δοξάρι του έγινε ζωηρότερον.

Κει που τήραε λόγυρά της Το Λιοντάρι απ' ομπροστά της 1045 Να διαβή άξαφνα θωρεί· Κι' αφορμής καμμιά φορά άλλη Δεν το ίδε, τόση ζάλη, Και τρομάρα δυνατή Την καρδιά της κυριεύει, 1050 Που νεκρή με μιας κοντεύει Καταγής να σωριαστή. Δεύτερη φορά συμβαίνει, Σ' άλλο μέρος το ανταίνει, Και με φόβο σταματάει· 1055 Μον σαν πρώτα δεν τη σκιάζει· Και να το χαμοκυττάζη Όλο σαν αποκοτάει.

Μόνο πρέπει να ανασκουμπωθούν αυτοί, να παραβλέψουν τις ψιλοκοπιές που τους χωρίζουν, να τινάξουν την τεμπελιά από πάνω τους, να ενωθούν να θεωρήσουν κ ο ι ν ων ι κ ό ζ ή τ η μ α σ ο β αρ ό το ζήτημα της γλώσσας που θα μεταχειρίζεται, στο εξής το έθνος στα σκολειά του και παντού, να προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να αφανίσουν τη σχεδόν τραγική επιρροή των γραμματισμένων, και να ξαναδώσουν στον Έλληνα την καθαρή συνείδηση πως ο εαυτός του είναι πάλι καλλίτερος από κάθε πεθαμένο πρόγονο, όσο μεγάλος και να είναι, αφού το λέει μάλιστα και ο Εκκλησιαστής: «κάλλιο σκύλος ζωντανός, παρά νεκρό λιοντάρι»!