United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού να το φανταστή η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλλιές, να πειράξη τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φανταστή πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που τόχει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλοιο! Κοίταξε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμη βασίλισσά του! Φωνάζουν οι άλλες, γελούν, και πηδούνε γύρω, να ξετρυπώσουν την κρυμμένη τη Νεραϊδοπούλα. Σωπαίνει αυτή.

Σε μια κι άλλη μεριά του Της λίμνης τ' άσπρα τα νερά τα δόλια δεν προφταίνουν Να το 'ρωτήσουν τι του φταίν' κ' άγρια τα ξεσχίζει. Βογγούν, φωνάζουν, σκούζουνε και μεριασμένα μένουν Κ' εκείνο φεύγει και πετά και σχίζει, πάντα σχίζει, 'Σάν νάθελε σε μια στιγμή εκεί που πάει να φθάση. Μέσα του το γραμματικό καθάρια το Θανάση Βλέπω του καπετάν Μακρή.

Το ποτάμι μ' ορμή κατεβάζει, Αφρισμένο τα όρια πηδάει· Τα νερά του αμπομένα σε πλήθος Θαλασσόνουν των κάμπων την όψη. Ω, τι θιάμα! απορόντας φωνάζουν τα Ψαράκια τι θιάμα μεγάλο! Σιάδια κι' όχτοι και σπίτια και δέντρα Σ' ένα πέλαγο κείτουνται όλα. Ήρθε, ήρθε ο καιρός ο δικός μας· Κατοικιά μας εγίνηκε ο κόσμος. Τι λες, Μάνα, ο φόβος να λείψη, Ή θελά βρης σαν πρώτα υποψίαις.

Μπορεί να βγη από την Αρκαδίαν ρήτωρ ή φιλόσοφος; Η σοφία η δική μου φθάνει μέχρι του πλαγιαύλου και της φλογέρας• κατά τα αλλά είμαι αιγοβοσκός και χορευτής, εάν παρουσιασθή δε ανάγκη και πολεμιστής. Τους ακούω όμως να φωνάζουν πάντοτε και να συζητούν διά κάποιαν αρετήν, διά ιδέας και φύσιν και ασώματα, πράγματα τα οποία ούτε ξέρω ούτε εννοώ.

Και ει τι αν είπωμεν θλιβόμενοι, μη αγανακτήσοι το κράτος σου.. . Κατόπι ξαναπαίρνουνε φωτιά και ξεφωνούνε πιο ξέθαρρα. Κι ακούγοντας καινούριες φοβέρες έρχουνται σε τόσο ερεθισμό, που μήτε την αυτοκρατορική παρουσία πια δε σεβάστηκαν, παρά φώναζανΕπαρθήτω το χρώμα τούτο... Άνες το φονεύεσθαι, και άφες κολαζόμεθα. Εδώ βγαίνουνε στη μέση κ' οι Κυανοί, και φωνάζουν προς τους Πράσινους

Τότε τα δένδρα άρχισαν να βουίζουν δυνατά, τα ποταμάκια να βογγούν σαν θάλασσα και τα πουλιά να φωνάζουν δυνατά όλα μαζή. Άκουσε ο βασιλιάς τη μεγάλη ταραχή κ' έτρεξε στο περιβόλι. Σαν είδαν τα μάτια του το βασιλόπουλο, βγήκε απ' τα λογικά του, έγινε άγριος σαν θηρίο και με μια σφυριγματιά φώναξε τους στρατιώτες του.

Έρχουνται τα κύματα, φαρδιά φαρδιά με τον αφρό τους, έρχουνται και απλώνουνται, ξαπλώνουνται και φωνάζουν της αμμουδιάς· «Έλα, έλα μαζί μας, εσύ που μας μαγέβεις και μας τραβάς, έλα να σε τραβήξουμε και μεις, έλα να σε πάμε πέρα στανοιχτάΜου φάνηκε σα να είταν το τραγούδι της αγάπης. Εσύ που κοιμάσαι στην ακρογιαλιά, έλα, φωνάζει κ' η αγάπη, έλα νανοίξη ο ουρανός, νανοίξη κ' η ψυχή σου.

Τρίκλωνο δέντρο, που τόρριξε το ποτάμι και το συνεπήρε, κι αφήκε την άχαρη αυτή ρίζα. Μήτε βογκητό δεν ακούγω! μήτε μάννα δε φωνάζουν πια τα χειλάκια τους! Έχουνε δεν έχουνε μάννα, το ίδιο τους κάνει τώρα.

Μπε! μπε! διέκοψαν γλυκύτατα τα δύο αιγίδια, τα οποία εγερθέντα πλέον ετάνυον τους πόδας των καμπουρώνοντα εγγύς της πυράς, ως να ήθελον να μεγαλώσουν αμέσως. — Σωπάτε, σωπάτε, τα εθώπευσεν ο παις και επανέλαβε την διήγησίν του: — Δύο άνθρωποι εβγήκαν έξω, εγώ εχώθηκαένα σχοίνο. — Παιδί, παιδί μου φωνάζουν. Μη φοβάσαι. Εγώ έκανα πως δεν ακούω. Παιδί! Νά! Και μου δείχνανε το τάλλαρο.

Ενόει αυτός καλά από κόσμον, ας ήτο κ' αιγοβοσκός. Και τυχερός να είσαι, κατάλαβες, καλό δεν σου λέγουν, μόνο «σου κάνουν πρόσωπο», και από πίσω σου σκάβουν το λάκκο· και άτυχος να είσαι πάλιν, «τύφλα! » σου φωνάζουν όλοι.