Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Μερικά επήγαν κ' έκλεψαν μια σκάλα απ του Γερο-Θοδόση τη μάντρα παράμερα. Την έφεραν και την εστήριξαν μπρος τα τζάμια τ' ακρινού παραθυριού. Εμαζέφτηκαν όλα κ' έπεσαν κουβάρι πάνω στη σκάλα. Ποιο να πρωτανεβή να πιάση θέση. Εσφίχτηκαν, εσκαρφάλωσαν, εκρεμάστηκαν συμαζωμένα, τσουπωτά σα σταφύλια. Όσα εκρεμάστηκαν χαμηλά κάτω να βλέπουν, ετρωγόνταν, εμαλλοτραβιώνταν με τάλλα που δεν έβρισκαν θέση.
Εγώ όμως, αντίθετα, έπεσα ακόμη πιο χαμηλά, πιο χαμηλά… Με έπιασε όμως κάτι σαν τρέλα. Τώρα όμως άνοιξα τα μάτια και βλέπω πού βρίσκεται η πραγματική σωτηρία.
— Διατί; ηρώτησε. — Αι, μα προς αύξησιν της οικογενείας, γιατί άλλο; — Πού ακόμα! . . . με λέγει. — Πώς πού; του είπα θυμωμένος. Είδες τη μαμμή; — Την είδα χθες, μου είπε δειλώς. Μα τι έχεις και μιλείς θυμωμένα; Κατηυνάσθην ευθύς. Του επήρα το χέρι και τον είδα περίλυπος. Εταράχθη. Δεν ήτο κουτός ο καϋμένος ο Π. αλλά πολύ αγαθός και αφελής. — Μα τι τρέχει; μου είπε χαμηλά.
Κι' ένα κόκκινο άλογο, κουρασμένο, με το κεφάλι χαμηλά, τους διηγώταν τα θαυμάσια των ταξειδιών του. Κάμπους απέραντους στο λιοπύρι εδιάβηκε, δασωμένες ρεματιές με κελαϊδιστό νερό το ξεκούρασαν. Σε παρθένια χιόνια βυθίστηκαν τα πέταλά του — από θύελλες μαστιγώθηκε — σε λαμπρές φωτιές εστέγνωσε — στη ζέστη παχνιών αρχοντικών κοιμήθηκεν ύπνο βαθύ.
Τα μαλλιά μπροστά αιγκλόν και πίσω δεμένα με φιόγκο ταφτά φέϊγ-μορτ πολύ χαμηλά, σαν κοριτσάκια δεκάξη χρονών. Η μια είχε και φασαμέν, η άλλη μια μύτη με μπιμπίκια.
ΣΤΑΥΡΟΣ Ό καλύτερος τρόπος, πατέρα, για να φτάση κανείς ψηλά, όχι ψεύτικα μα αληθινά, είναι ν' αρχίση από τα σκαλοπάτια εκείνα που φαντάζουν, όπως λέτε σε σας, χαμηλά και ταπεινά, Ας είναι. Αυτά τα πράματα ας ταφήσουμε.
Ίσκιωνε ο κάμπος χαμηλά κ' η ρεματιές θολώναν, Τ' αεράκι κρυφομίλαε με του βουνού τα φύλλα, Γυρνούσαν από τες βοσκές τ' άγρια πουλιά της έρμου, Σα λιθοσώρι ο χρυσαετός ατάραγος κι' ολόρθος Ανάκραζε το τέρι του μες του γκρεμού το φρύδι, Αράδιαζε από διάρραχο μικρό κοπάδι κι' άσπρο Και κάπου ακουόταν σαλαγή, κάπου βραχνή φλογέρα.
Ο υπενωμοτάρχης άρχισε να χτυπά τις γροθιές του στην πόρτα, οι χωροφύλακες να γρατσουνίζουν με τα νύχια τους τα χαμηλά παράθυρα. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε.
Επί του κωδωνοστασίου του ναΐσκου, χαμηλά εντός κόγχης, υπήρχε τότε μικρόν εικονισμάτιον του τροπαιοφόρου αγίου μετά κανδήλας και μικρού κουτιού ένθα οι διαβάται και οι ερχόμενοι έξωθεν χωρικοί έκαμνον τον σταυρόν κ' έρριπτον τον οβολόν των.
Να, ωραία φιλοδοξία, και να, στάδιο για να ωφελήση κανένας την κοινωνία, όχι του παρά και της επίδειξης, μα την κοινωνία της πείνας, που είναι και η πιο μεγάλη. ΦΙΝΤΗΣ Βλέπεις χαμηλά και ταπεινά. Τι με νοιάζει εμένα για την κοινωνία της πείνας. Ας βρη ψωμί να φάη, αλιώς ας πεθάνη. Εγώ κοιτάζω την οικογένειά μου, τόνομά μου, την περιουσία μου κι ακόμα τον τρόπο που να φτάσω ψηλά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν