United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρέχα το γληγορώτερο! να πας να φέρης το γιατρό! . . . — Εσύ πού πας; ηρώτησεν ο Λυρίγκος. — Εγώ πάω στον Άι-Χαράλαμπο . . . πάω να φωνάξω τον παπά-Μακάριο, ναρθή να της κάμη μια παράκλησι, της γυναίκας! — Καλά! τρέξε! Και η Φραγκογιαννού έτρεξε. Κάτω εις το Κακόρρεμμα, χαμηλά εις το βάθος, σιμά εις την σκοτεινήν Σπηλιάν, οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύκτα.

Εστροβίλιζε μια καρτέλα· άλλη καρτέλα· άλλη, άλλη. Εφούσκωναν, ανέμιζαν, εκλωθογύριζαν δώθε, κείθε, ψηλά, χαμηλά, πέρα τα κοντά φουστανάκια της. Εξέφεβγαν πάνω από τα γόνατα λίγο· απάνω, παραπάνω. Εξεσκέπαζαν τις σαρκωμένες τις άντζες της πίσω· πάνω, παραπάνω τις αντζακλείδες της. Εξεσκέπαζαν την κατακόκινη καλτσοδέτα πάνω, παραπάνω, ψηλότερ' ακόμη· λιγάκι· τόσο δα.

Άκουσε τι σκέφτηκα· είπε. Τώρα μεις μπήκαμε σ' ένα δρόμο· ψηλάχαμηλά περνούμε. Μιλούμε για το μέλλον· μέλλον είνε το αύριο· μα είνε και το μεθαύριο. Εγώδε στο κρύβωμεγάλο φόρτωμα πήρα στον ώμο μου κι ο δρόμος είνε μακρύς, μακρύς κι ανηφορικός! Η κόρη χαμογέλασε· άπλωσε το μεστωμένο χέρι της και του χάιδεψε το μέτωπο. — Από τώρα δείλιασες; του ψιθύρισε σκύβοντας απάνου του ανήσυχα.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μικρομυαλιές! να θέλη κανείς να μένη πάντοτε στα χαμηλά. Πάψε, σε παρακαλώ: η κόρη μου θα γίνη μαρκησία, στο πείσμα όλου του κόσμου. ' αν με θυμώσης περισσότερο, θα την κάνω δούκισσα. Οι ανωτέρω πλην του ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μην αποθαρρύνεσαι ακόμη, Κλεόντ. Έλα μαζί μου, κόρη μου, και πήγαινε να πης του πατέρα σου, πως, αν δε σου τον δώση, δεν εννοείς να παντρευθής με κανένα.

Αριστερά ήταν ένα νεκροταφείο απέραντο των Τούρκων, με φουντωτά, πυκνά, βαθυπράσινα κυπαρίσσια. Κοίταξα πίσω, και είδα χαμηλά τη θάλασσα, βαθειά μεσημεριάτικα βαμένη, ανάμεσα στα τείχη και στα κυπαρίσσια.

Απ' όλη την πόλη, από άλλα μέρη ακόμα κρύβουνται στα στενά και χαμηλά εκείνα σπιτάκια λαθρέμποροι, φυγόδικοι, φυγόστρατοι, κάθε λογής άνθρωποι, που δε μπορούν να βγουν στους δρόμους. Αδύνατο είνε να τους πιάση κανείς εκεί μέσα.

Μια μαύρη φιγούρα ανέβαινε τον ανήφορο όπου τα χαμηλά κουκιά κυμάτιζαν κιόλας ασημένια στο φεγγαρόφωτο, κι εκείνος, που τη νύχτα ακόμη και οι ανθρώπινες μορφές του φαίνονταν μυστηριώδεις, ξανάκανε το σταυρό του.

Τα χελιδόνια πρόβαλαν το μαύρο κεφαλάκι τους από τις φωλιές στο χαγιάτι κοιτάζοντας τους συντρόφους τους που πετούσαν χαμηλά σαν ν’ ακολουθούσαν τη σκιά τους πάνω στο πυκνό χορτάρι του παλιού νεκροταφείου. «Έφις, μου φαίνεται πως δεν είσαι πολύ καλά.

Όπου κι' αν ήσαι τώρα, χαμηλά, 'ψηλά, δείξε μας την μορφήν του και την τέχνην σου! Πρώτη οπτασία. ΜΑΚΒΕΘ Άγνωστη Δύναμις, ειπέ... Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ 'Ξεύρειτον νουν τι έχεις. Άκουε μόνον, μη λαλής! ΤΟ Α' ΦΑΣΜΑ Ω Μάκβεθ! Μάκβεθ! Μάκβεθ! φυλάξου από τον Μακδώφ. — Αρκεί. Απόλυσέ με. ΜΑΚΒΕΘ Ό,τι κι' αν ήσ', ευχαριστώ διά την συμβουλήν σου· ταιριάζει με τους φόβους μου. Μίαν ακόμη λέξιν...