Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Όθεν επρότεινεν εις αυτόν ότι αναδέχεται ευχαρίστως να τον μάθη ν' αναγινώσκη και να γράφη, αν και εκείνος ανεδέχετο να βοηθή τακτικώς τον κανδυλανάπτην εις την καθαριότητα της Εκκλησίας και εις τα λοιπά έργα αυτού. Ο Κώστας προθύμως εδέχθη και επραγματοποίησε την πρότασιν ταύτην.

ΗΡΑΚΛΗΣ Ξέρω ότι εδέχθηκε για σένα να πεθάνη. ΑΔΜΗΤΟΣ Λοιπόν πως ημπορώ να ειπώ πως ζη, αφού το εδέχθη; ΗΡΑΚΛΗΣ Α, μην την κλαις η ώρα της πριν έλθη. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι σημαίνει; Τάχα δεν λέγεται νεκρός αυτός που θα πεθάνη; ΗΡΑΚΛΗΣ Ναι, αλλά είναι χωριστό το ένα από τάλλο. ΑΔΜΗΤΟΣ Έτσι νομίζεις, Ηρακλή, εσύ. Εγώ όμως όχι. ΗΡΑΚΛΗΣ Τότε τι κλαις; Μη φίλος σου επέθανε κανένας;

Ο Αλής αγροικώντας την αιτίαν του ερχομού του βασιλέως προς αυτόν, έτρεξε και τον εδέχθη με εκείνο το σέβας, που του έπρεπε, και εν τω άμα του έδειξε διάφορες ωραίες ζωγραφιές, που είχε κάμει. Ο βασιλεύς έλαβε μεγάλην ευχαρίστησιν, τόσον διά τες ωραίες ζωγραφιές που είδεν, όσον και διά την συναναστροφήν του Αλή, τον οποίον τον εστοχάσθη άξιον και επιτήδειον άνθρωπον.

Ο Δούκας ήτανε νέος, ισχυρός, αγαθός. Τον εδέχθη σαν έναν ευπρόσδεκτο ξένο. Για να κάνη χαρά και τιμή στον Τριστάνο, τίποτα δεν παράλειψε. Αλλά ούτε η περιπέτειες ούτε η γιορτές μπόρεσαν να καταπραΰνουν την αγωνία του Τριστάνου. Μια μέρα που ήτανε καθισμένος δίπλα στο νεαρό Δούκα, τόσο θλιμμένη ήταν η καρδιά του, που αναστέναζε χωρίς να το καταλαβαίνη, δυνατά.

Και τότε δα θαρρεύθηκε, και είπ' ο άγιος μάντις· Δεν μέμφεται για τάξιμον αυτός, ή εκατόμβην, Μον για τον ιερέα του, 'π' ατίμασ' ο Αγαμέμνων. Κι' ουδέ την κόρ' απόλυκε, ουδέ τα λύτρ' εδέχθη. Για τούτο πόνους έδωσε· κι' ακόμα θέλει δώσει.

Και τώρα επειδή δεν είχα να της δώσω της χίλιες δραχμές που μου ζητούσε, διότι ο πατέρας είνε σφικτός και δεν μου δίδει, εδέχθη τον Μοσχίωνα και σ' εμένα έκλεισε την πόρτα• εγώ δε για να την πεισμώσω και να της αποδώσω τη λύπη που μου προξένησε, επήρα σένα.

Ημείς δε ήλθομεν εις Άγιον Γεώργιον διά ν' αποφύγωμεν τους Τούρκους! Και ούτε ο σύντεκνος εις το χωρίον ούτε ο κηπουρός μας, ημείς δ' εκεί εις τον δρόμον, απηυδημένοι, άνευ τροφής, άνευ καταφυγίου, άνευ οδηγού! Ο χωρικός μας ελυπήθη και μας εδέχθη εις την καλύβην του. Εισήλθομεν όλοι εντός αυτής και εκαθήμεθα περιμένοντες τον κηπουρόν. Από της πρωίας ήμεθα άσιτοι.

Υπήρξαν, λοιπόν, το πάλαι, ή και υπάρχουν ακόμη άνθρωποι πιστεύοντες ότι η θεά εκείνη του Κάτω κόσμου, όσων πλασμάτων εδέχθη ήδη των παλαιών αμαρτιών την ποινήν, «ποινάν πάλαι ου πείθεσαι», τούτων τας ψυχάς τον ένατον χρόνον «εις τον ύπερθεν άλιον» αναδίδει πάλιν; Και ότι η ψυχή εις τον Επάνω κόσμον, δεν μανθάνει, ούτε σκέπτεται, αλλά μόνον αναμιμνήσκεται;

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθητην καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Ο Ορμώζ το εδέχθη με ευχαρίστησιν, και είπε προς αυτούς, ότι ήθελεν όσον καιρόν έμελλε να σταθούν εις το Αστραχάν, να υπάγουν να μένουν εις το παλάτι του. Αυτοί την ιδίαν ημέραν, επήγαν εκεί και κατέλυσαν· εις τους οποίους εδόθηκεν ένας ωραιότατος χοντζερές στολισμένος όλος από μεταξωτά, ομοίως και οφφικιάλοι του βασιλέως διά να τους υπηρετήσουν.

Λέξη Της Ημέρας

μεταβατική

Άλλοι Ψάχνουν