United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι δε όσοι ήλθαν μαζή του εκύταζαν και εκύταζαν χωρίς να βλέπουν τίποτε, αλλά επανέλαβαν όλοι τας λέξεις του βασιλέως: «Είναι πολύ καλόνΚαι τον παρεκίνησαν να κάμη από το ύφασμα τούτο φορέματα διά την παράταξιν, η οποία επρόκειτο να γείνη τας ημέρας εκείνας.

Ο δε ιερεύς έκλεισε την συζήτησιν με χριστιανικήν μακροθυμίαν, αρχίσας να ψάλη «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε». Το τροπάριον επανέλαβαν και οι άλλοι, ενδώσας δε και ο Μανώλης εις την γενικήν παρακίνησιν το έψαλε, καθ' υπαγόρευσιν του παπά, με στρεβλώσεις τόσον κωμικάς και με τοιαύτην φωνάραν, ώστε τα επί της παστάδος κοιμώμενα παιδία εξύπνησαν έντρομα και ήρχισαν να κλαίουν, οι δε ομοτράπεζοι μετά δυσκολίας εκράτησαν τον γέλωτα.

Μεταξύ του αριθμού αυτού δεν ευρίσκοντο ολιγώτεραι των δέκα οκτώ γυναίκες, αλλά τώρα τελευταίως τα πράγματα μετεβλήθησαν πολύ, όπως βλέπετε. — Μάλιστα . . . μετεβλήθησαν πολύ, όπως βλέπετε, είπεν ο κύριος, ο οποίος είχε κλωτσήσει την δεσποινίδα Λαπλάς. — Μάλιστα, μετεβλήθησαν, όπως γνωρίζετε, επανέλαβαν εν χορώ όλοι οι συνδαιτυμόνες. — Κρατήστε όλοι την γλώσσαν σας, είπεν ο κ.

Την επιούσαν επανέλαβαν την προσβολήν αλλά, επειδή οι κάτοικοι περιεχαρακώθησαν καλλίτερον κατά την νύκτα και ενισχύθησαν υπό των πληρωμάτων των πλοίων του Τριοπίου, οι Αθηναίοι δεν ηδυνήθησαν να τους βλάψουν όσον το πρώτον. Υπεχώρησαν λοιπόν και, αφού ελεηλάτησαν τους αγρούς, απέπλευσαν εις την Σάμον.

Πολλοί έπεφταν πληγωμένοι ή ο ένας απάνω εις τον άλλον, εις την στενήν έξοδον. Αλαλαγμός εκλόνιζε τους τοίχους του ναού. Όμοιος με καλοκαιρίαν, ο κύριος μου έλαμπε κάτω από τα αστράπτοντα όπλα, έως ότου μέσα από το ιερόν μία φωνή έδωκε θάρρος εις τους εχθρούς του, οι οποίοι εγύρισαν πίσω και επανέλαβαν την επίθεσιν.

Η ναυμαχία υπήρξεν αμφίρροπος, εις τρόπον ώστε και τα δύο μέρη ηξίωσαν ότι ενίκησαν· αλλ' ότε απεχωρίσθησαν οι Αθηναίοι έμειναν κύριοι των ναυαγίων του στόλου, διότι ο άνεμος τα ώθησε προς το πέλαγος και διότι οι Κορίνθιοι δεν επανέλαβαν την επίθεσιν.

Ξυπνήσατε! ξυπνήσατε! έκραξεν ο πετεινός και επήδησεν εις μίαν σανίδα. Τα μάτια του ήσαν ακόμη βαρυμένα από τον ύπνον, άλλ' όμως έκραζε: — Τρεις όρνιθες εψόφησαν από αγάπην δι' ένα πετεινόν! Εμάδησαν όλα τα πτερά των! Τρομερόν δυστύχημα! Ας το ακούση η παρεπάνω γειτονιά, ας το μάθη ο κόσμος όλος! — Ας το μάθη ο κόσμος όλος, επανέλαβαν αι νυκτερίδες.