Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Όλη τη μέρα ο Έφις, υπηρέτης στις κυρίες Πιντόρ, δούλευε για να ενισχύσει το πρωτόγονο ανάχωμα που είχε κατασκευάσει ο ίδιος σιγά σιγά με τα χρόνια και με κόπο, κάτω στο βάθος του μικρού κτήματος, πλάι στο ποτάμι, και ενώ έπαιρνε να βραδιάζει ατένιζε το έργο του από ψηλά, καθισμένος μπροστά στην καλύβα, κάτω από το γλαυκό φρύδι που σχημάτιζαν τα καλάμια στα μισά της πλαγιάς του λευκού Λόφου των Περιστεριών.

Αλλά Εκείνος π' οδηγεί το σκάφος της ζωής μου ας του πρυμνίζη τ' άρμενα! Εμπρός, καλοί μου φίλοι. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Βαρέσατε τα τύμπανα! Αίθουσα εν τη, οικία του Καπουλέτου. Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Πού είναι ο Τηγανάς, και δεν έρχεται να σηκώσω- μεν τα πράγματα; Που να σαλεύση πινάκι αυτός! Που να καθαρίση πινάκι!

Ώστε δεν έχεις δισταγμούς. — Αλλ' ας μοι είπη ο άρχων... — Δεν εφάνης πρόθυμος, φίλε, εις εκείνα τα όποια σοι είπεν ο υπηρέτης μου Θεόδωρος. — Πώς το λέγει ο άρχων; — Έδειξες προθυμίαν; — Ναι. — Τότε δεν έχομεν καιρόν να χάνωμεν. — Έχει δίκαιον ο άρχων. — Λοιπόν ας ανακεφαλαιώσωμεν. — Ναι. — Τι σοι είπεν ο Θεόδωρος; — Μοι είπε... — Τι; — Μοι είπεν ότι ο άρχων... — Ότι ο άρχων;

Σκέπτεται πάντοτε, και φέρων αδιακόπως την αριστεράν του χείρα εις το μέτωπον, τρίβει διά του αντίχειρος και του παραμέσου τους κροτάφους τον. — Το γουργουλίδιόν σας, κυρ Γιάγκο; ερωτά προσερχόμενος νυσταλέος υπηρέτης.

Αν δε η τύχη σε καταδιώξη και δεν δυνηθής με όλην την καλήν διάθεσιν να εύρης ούτε πελάτας αν ήσαι δικηγόρος, ούτε θαμώνας αν έχης καφφενείον, ούτε αυθέντην αν ήσαι υπηρέτης, αν πρωίαν τινά σε μετέβαλεν ο κ. υπουργός από τελωνοφύλακος εις παυσανίαν, και ματαίως εζήτησες δικόγραφα ν' αντιγράψης ή πρόβατα να βοσκήσης, ω τότε είσαι βεβαίως άξιος να ονομασθής «οκνηρός, ακαμάτης, χασομέρης, μπόσικος, ντεμπέλης». Μυριάκις ολιγώτερον ταπεινωτική διά την φιλοτιμίαν σου είνε η ιδιότης του αρρώστου.

Πήγε κατ’ ευθείαν στην τοκογλύφο και γέλασε όταν κατάλαβε πως εκείνη δε τον αναγνώρισε αμέσως και τον υποδέχτηκε καλοσυνάτα νομίζοντας πως είναι ξένος, ένας υπηρέτης που τον έστειλε κάποιος κτηματίας για να ζητήσει λεφτά. «Καλίνα, γριά καρακάξα, δε με αναγνωρίζεις; Κι εσύ όμως αδυνάτισες

Τώρα ελπίζοντες ότι αιωνίως θα ζουν και θ' απολαμβάνουν τα υπάρχοντά των, δυσφορούν όταν έρχεται ο υπηρέτης του θανάτου και τους δένει με τον πυρετόν ή με την φθίσιν και τους παίρνει, διότι ενόμιζαν ότι ποτέ δεν θ' απεσπώντο από την ζωήν.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μ' εκάνατε καταχαρούμενη μ' αυτό που λέτε· γιατί αν ο κύριος Κλεόντ σας αρέση άλλο τόσο μ' αρέσει κ' εμένα ο υπηρέτης του· και θα ευχόμουν να γίνη ο γάμος μας, την ίδια μέρα που θα γίνη κι' ο δικός των γάμος. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πήγαινε να τον εύρης και να του πης εκ μέρους μου νάρθη σε λίγο να μ' εύρη για να ζητήσωμε μαζί τη Λουκίλη από τον άντρα μου.

Α! μπρος της θ' ανοίξω όλη μου την καρδιά: Τη μητέρα σου, το ομοίωμά σου». Κατά τις ένδεκα ερώτησε ο Βέρθερος τον υπηρέτη του, μήπως επέστρεψεν ο Αλβέρτος. Ο υπηρέτης είπε «ναι»· είδε το άλογό του να το ξαναφέρνουν κει πέρα. Έπειτα του έδωκε ο κύριός του ένα ανοικτό γραμματάκι που έγραφε: «Θα έχετε την καλωσύνη 'να με δανείσετε τα πιστόλια σας για ένα ταξείδι που σκοπεύω να κάμω; Υγιαίνετε

Πλην πώς να τον κυττάξη, πως να τον θρέψη και να τραφή και αυτή εκ των ολίγων κερμάτων, άτινα έφερε μεθ' εαυτής εκ Κορίνθου; Πολύ περί τούτου εσκέφθη η θεία, διότι ήτο φρόνιμος και νοήμων γυνή η κυρά Βαγγελή. Αλλ' η σκέψις της δεν εγέννα δυστυχώς χρήματα, και διά τούτο μετά μίαν εβδομάδα εκείνη μεν εμισθούτο επιστάτρια εις μίαν σχολήν κορασίων, ο δε Γεώργης υπηρέτης παρά τω Κυρίω Λευκοπούλω.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν