Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Πόθεν το γνωρίζεις; είνε ψεύδος. ΜΕΝΕΚΡΑΤΗΣ. Παρά του Σιλβίου, στρατηγέ. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ονειρεύεται. Γνωρίζω ότι και οι δύο είνε εις την Ρώμην, αναμένοντες τον Αντώνιον. Είθε πάντα τα θέλγητρα του έρωτος να καλλύνωσι τα μαραμένα σου χείλη, ω ακόλαστος Κλεοπάτρα! Ας ενωθή η μαγεία μετά της καλλονής, και μετ' αυτών αμφοτέρων η ηδυπάθεια.
Είχαν απομείνει μόνο τα μικρά κίτρινα μήλα του Σαν Τζοβάνι. Του φάνηκε πως ονειρεύεται. Κάθισε και ρώτησε: «Πού είναι οι άλλες; Τι έγινε;» «Η Έστερ είναι στην εκκλησία, η Νοέμι είναι επάνω», είπε η ντόνα Ρουθ, σκυμμένη επάνω από τον καφέ.
Χείμαρρος αισθημάτων συγκεχυμένων, στοχασμών εξ εκείνων τους οποίους ονειρεύεται έξυπνος, πλημμυρεί τον νουν και την καρδίαν του. «Άνευ εμού, λέγει καθ' εαυτόν, τι θα εγίνετο ο Δώγκαν; «Εις τον βραχίονά μου οφείλει και θρόνον και ζωήν. Εάν έπρεπε να «βασιλεύη ο ικανώτερος, ήθελεν είναι ούτος ο βασιλεύς της Σκωτίας; »
Ποιος εσυντύχαινε κρυφά με του σπαθιού την κόψη Κ' επάνω της εξέσερνε γοργά το δάχτυλό του, Ποιος επελέκαε τεχνικά τη στουρναρόπετρά του Στο λύκο του καρυοφυλλιού, ποιος τρίβει τα παφήλια Συγνεφιασμέν' από νοτιά και ποιος για να ξεδώση Εθόλωνε με τον αχνό του μαχαιριού τη λάμψη. Κανένας δεν ανάσαινε. Σ' ένα κοντρί μονάχος Κυττάζει ο Διάκος σιωπηλός κατά το Λιανοκλάδι. Έξυπνος κι' ονειρεύεται.
Κι' όντας διαγύρης από εκεί, φέρε κλαρί οχ' τη Λάκκα Και πάχνη από τον Ζάλογγο και χώμα από το Κούγκι, Το μνήμα να στολίσουμε του γέρου πολεμάρχου. Θ' αναγαλλιάση, απάνω του σαν θα τα νιώση ο Μήτρος. Και δεν θα του φανή βαριά η αραχνιασμένη πλάκα. Θα λέη πως μέσ' το Σούλι του τ' αγαπητό κοιμάται, Και θα ονειρεύεται γλυκά της νειότης του τα χρόνια
Η ξανθή κοπέλλα έβαλλε τις φούχτες κάτω απ' τη βρύση και τα λευκά της χέρια ξεχείλισαν σαν ασημένιο ποτήρι. Ο φιλόσοφος έσκυψε στο ωραίο ποτήρι κ' έσβυσε τη δίψα του με νερό και με φιλήματα. Κι' ο φιλόσοφος νόμιζε πως ονειρεύεται... Ύστερα ξαπλώθηκαν απάνω στη δροσερή χλόη. Το φεγγάρι ήτανε σταματημένο απάνω απ' τα κεφάλια τους και τους έλουζε με το φως του.
Η νυξ με τα τόσα αυτής μυστήρια, προσετίθει και άλλο τι σκότιον και φανταστικόν εις τον άνθρωπον τούτον. Δεν εφαίνετο εκ του κόσμου τούτου. Ενόμιζέ τις ότι τον είχε γεννήσει η νυξ. Η μόνη σωτηρία του Βράγγη ήτο το να νομίζη ότι ονειρεύεται, ει δε μη, ήθελεν εκβάλει κραυγήν τρόμου.
Τα πόδια του ήτανε αλαφρυά και το κορμί του πουπουλένιο. Κι' ο φιλόσοφος αναστέναξε απ' τα βάθη της καρδιάς του. Μα ο αναστεναγμός του δεν ακούσθηκε. Τον ήπιε το φως του φεγγαριού. Τότε δύο χέρια αρπάξανε τα δικά του και τον σύρανε στον ωραίο χορό. Όλη τη νύκτα χορεύανε κάτω απ' το φεγγάρι. Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται. Γιατί δεν είχε γνωρίσει ποτέ του τη ζωή και την αγάπη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν