United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρθαν τις προάλλες μια βαρκιά ζεϊμπέκια από πέρα σ' ένα τούρκικο γάμο. Χορεύανε μια βραδιά γύρω στο μασαλά. Πήγαν όλοι να τους δουν, πήγε κι ο Καλαφάτης με την κόρη του. Το είδαν οι ζεϊμπέκοι το κορίτσι, και βαλθήκανε να το κλέψουν και να το πάρουνε στην Ανατολή.

Μια προπάντων, χοντρή σα δέκα απ’ τις εγγόνες της που χορεύανε γύρω της, ήτονε θεός να τηνέ βλέπης: τρανταζόταν ολόσωμη σα βαρέλα ξεχαρβαλωμένη και τα προγούλια της πηγαινόρχουνταν πέρα- δώθε σα λάστιχα, μα το πρόσωπο της, κάτω από τις ζάρες και τις κρεατοελιές, άστραφτε από χαρά και νιάτα-ναι από νιάτα, γιατί εκείνην την ώρα ήτονε δεκαεννιά χρονών: σωστά δεκαεννιά χρονών- ούτε μια μέρα παραπάνω . . . Να κ’ ένα κουκλάκι μια σπιθαμή, με κάτι γαμπίτσες ψιλούλες σαν τα καλαμάκια μες τις άσπρες κάλτσες: η κόρη του δασκάλου, τεσσάρων πέντε χρονών, που τη χόρευε ένας αψηλός νέος, πρώτος χορευτής, σκυμμένος ίσαμε κάτω και κρατώντας την απ’ τα δυο τα χεράκια, όπως χορεύουν τα κορίτσια τις κούκλες τους μες τις αυλές.

Τα πόδια του ήτανε αλαφρυά και το κορμί του πουπουλένιο. Κι' ο φιλόσοφος αναστέναξε απ' τα βάθη της καρδιάς του. Μα ο αναστεναγμός του δεν ακούσθηκε. Τον ήπιε το φως του φεγγαριού. Τότε δύο χέρια αρπάξανε τα δικά του και τον σύρανε στον ωραίο χορό. Όλη τη νύκτα χορεύανε κάτω απ' το φεγγάρι. Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται. Γιατί δεν είχε γνωρίσει ποτέ του τη ζωή και την αγάπη.