Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Άνοιγε τα μεγάλα γαλανά μάτια του όσο πλατήτερα μπορούσε, έδινε φιλιά με το μικρό ρόδινο στόμα, έβαζε όλα τα δυνατά του. Ήθελε κι αυτός ένα βιβλίο. — Μα ο Νέννε δεν ξέρει να διαβάση. Ο λόγος αυτός δεν του έκαμε καμμιάν εντύπωση. Έτρεχε πέρα δώθε στις κάμαρες και το μικρό του ζωηρό πρόσωπο είταν κατακόκκινο. Ο Ούλοφ πήρε βιβλίο, ο Σβάντε το ίδιο. Γιατί να μην πάρη κι ο Σβεν;

Ο Ούλοφ άρχισε να πηγαίνη στο σκολειό και για το Σβάντε πλησίαζε ο καιρός, που θάρχιζε κι αυτός να σπάζη τους σκληρούς καρπούς του δέντρου της γνώσης. Την εποχή αυτή αρχίσανε να κυριεύουνε για πρώτη φορά την Έλσα οι σκοτεινές ώρες και παρατήρησα συχνά πως είχε κλάψει. Με απόφευγε με το σιωπηλό της τρόπο και το έκανε για να μην τη ρωτώ.

Άμα τυπώθηκε και δέθηκε το βιβλίο κ' είταν έτοιμο να κυκλοφορήση, ο συγγραφέας πήρε μαζί του δυο αντίτυπα, έγραψε στο ένα τόνομα του Ούλοφ και στο άλλο του Σβάντε και τα έδωσε επίσημα του καθενός από τα δυο αποθανατισμένα παιδιά του. Ο Ούλοφ πήρε το βιβλίο του κι ο Σβάντε το δικό του.

Έπειτα ερχότανε σε μένα κ' έλεγε: — Πόσο λυπούμαι τη μαμά. Ο Ούλοφ έμενε ησυχότερος και προσπαθούσε να μιλή μαζί μου, σα να είταν όλα όπως έπρεπε να είναι.

Ο Ούλοφ, που είναι φύση πραχτική και δεν έχει καμιά κλίση στη φιλολογία, λένε πως πρώτη φορά έπιασε κι άνοιξε αυτόρμητα βιβλίο. Νομίζω μάλιστα πως διάβασε τρία ολάκερα κεφάλαια. Ο Σβάντε όμως διάβασε μεμιάς ολάκερο το βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Και διάλεξε μερικά κεφάλαια, εκείνα που του αρέσανε ξεχωριστά και τα διάβαζε δυνατά σε όλους, όσοι είχαν όρεξη νακούνε.

Τι κουτός που είσαι! είπε ο Ούλοφ. Ο μπαμπάς μας λέει έτσι. Τότε εννόησε ο Σβεν και με μάτια, που λάμπανε από την ανυπομονησία, ρώτησε: — Δε λέει τίποτε για το Νέννε; Ο πατέρας, που μπήκε μέσα στο μεταξύ, σήκωσε το μικρόν ψηλά ως το ταβάνι, τον κατέβασε πάλι και του είπε: — Τι να πη για ένα μαϊμουδάκι, που είναι τόσο μικρό ακόμα και δεν έκαμε τίποτε; Μα ο Σβεν δεν έμεινε ευχαριστημένος.

Ο γιατρός υποσχέθηκε πως θα έρθη και γω ανέβηκα πάλι τη σκάλα, όπου άκουσα από την ανοιχτή πόρτα της κάμαρας την αναπνοή της γυναίκας μου, που φαινότανε πως αυτή μόνη κυριαρχούσε στο σιωπηλό σπίτι. Εκεί είδα τον Ούλοφ, που έστεκε άφωνος στη σκάλα και φαινότανε πως ακροαζόταν. Άγγιξα με το χέρι τον ώμο του και συλλογίστηκα να περάσω χωρίς να σταματήσω.

Εγώ όμως κάθησα εκεί κ' αιστανόμουνα με τρόμο πως όλα είχανε σιγάσει. Το απόγεμα έφτασε ο Ούλοφ, και μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα ήρθε από το πρώτο ταξίδι του στον κόσμο κοντά στο κρεββάτι, όπου είτανε ξαπλωμένος νεκρός ο μικρός αδερφός. Έκλαψε κει αντρικά κ' ήσυχα κι άμα γύρισε στην τραπεζαρία του έδειξε ο Σβάντε το δάχτυλό του.

Κι όταν σε τέτοιες στιγμές καθόμαστε μόνοι μας οι τρεις, συλλογιζόμαστε όλοι εκείνο που γινότανε πίσω από την κλεισμένη πόρτα, όπου η γυναίκα μου πάλευε να φτάση όλο και σιμότερα στα σύνορα, που τελειώνει η ζωή. — Ξέρετε από τι υποφέρει η μαμά; είπα μια μέρα. Ο Ούλοφ κοίταξε αλλού, χωρίς να μιλήση, ο Σβάντε όμως απάντησε: — Ναι. Δε χρειαζότανε κιόλας να ρωτήσω.

Μ' ένα λόγο, βασίλευε μεγάλη αγαλλίαση σ' όλο το σπίτι. Τότε όμως έτρεχε μέσα στις κάμαρες ένα μικρό πλασματάκι. Είταν ο μικρός αδερφός του Ούλοφ και του Σβάντε κ' είχε μακριά σγουρά ολόξανθα μαλλιά και τα πιο μεγάλα γαλανά μάτια, που μπορεί να έχη ένα αγοράκι. Τον έλεγαν Σβεν και μόλις είχε κλείσει τα δυο χρόνια. Να μιλή καλά δεν μπορούσε. Μπορούσε όμως να εννοή.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν