Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Θα πηγαίναμε στο «τσαρσί», θα βλέπαμε το τουρκολόγι να βράζη, — θα τρώγαμε ίσως κ' ένα μπουρέκι. Και κατεβαίνοντας στον πιο πολιτισμένο το Γαλατά, θα περνούσαμε να δούμε και κανέν' αργαστήρι που φτειάνουνε γαζέτες. Για το πρώτο δεν πολυλυπούμαι. Το τουρκολόγι το είδαμε και στο χωριό. Μα λυπούμαι που δεν προφτάξαμε ν' ανταμώσουμε και κανέναν Πολίτη Συντάχτη.

Και όταν άρχιζε η γλώσσα της και μιλούσε, τότε αρχίζαμε κ' εμείς και τα βλέπαμε, όπως τα είδε κ' εκείνη. Και όταν την άλλη μέρα πηγαίναμε στο σχολείο και μας έλεγε ο δάσκαλος για τους βασιλιάδες τους δικούς του και τους πολέμους των βιβλίων, δεν βλέπαμε τίποτε μπροστά μας. Και λέγαμε κρυφά αναμεταξύ μας: — Αυτά που λέει ο δάσκαλος είνε παραμύθια. Ένα βράδυ φορτωθήκαμε πάλι τη γιαγιά.

Με ρωτάει πάντα: “πότε θα ξαναπάμε μαζί με τις κυρίες στο πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο;” » «Ναι», συνέχισε με ένα τόνο νοσταλγίας, «στα νιάτα μας πηγαίναμε όλοι μαζί στο πανηγύρι. Διασκεδάζαμε με το τίποτα. Τώρα ο κόσμος φαίνεται ότι ντρέπεται να γελάει

Μούπε κι ο ξάδερφος ότι όσες φορές θα πηγαίναμε στο κυνήγι θα κρατούσα εγώ το τουφέκι του κιαυτός θάπαιρνε δανεικό. Κέτσι θάχα δικό μου τουφέκι. Πρώτη φορά που γύρισα στο χωριό από απουσία χωρίς να δείξω ανυπομονησία να δω το Βαγγελιό· κη μητέρα μου τώχε κρυφή και μεγάλη χαρά, αλλά κιαπόφυγε να μου πη τίποτε. Μόνο για το κυνήγι μιλούσα και σκεπτόμουνα.

Ήταν ωραία που πηγαίναμε έτσι, σαν να ήμασταν γίγαντες. Έτσι ζήτησε σε γάμο τη Γκριζέντα κι έτσι, με τη βοήθεια του Θεού, θα παντρευτούνε.» «Από ποιόν τη ζήτησε σε γάμο;» «Δεν ξέρω∙ από την ίδια!» «Πες μου Τσουαναντόνι, ο ντον Τζατσίντο πήγε στις θείες του, στις κυράδες μουΤο αγόρι δίστασε πάλι. «Ναι», είπε έπειτα, «πήγε.

Κ' ενώ πηγαίναμε κ' οι τρεις μαζί, έκανε της μαμάς κρυφά νέματα, που δεν έπρεπε να τα δη ο μπαμπάς, σα να ήθελε να μένη ευτυχισμένος με το πώς, δεν άφινε να σπάση ο κύκλος της μυστικής συνεννόησης, που είχε χαράξει γύρω από την αγάπη του και τον εαυτό του. Μα όταν ο μπαμπάς είτανε στην πόλη και γύριζε στο σπίτι, ο Σβεν περίμενε κρυμένος πίσω από την πόρτα για να τον φοβίση.

Ο απογευματινός αέρας κάνει κακό.» «Άσε με να ψοφήσω, Έφις! Άσε με! Τι ζέστη! Δεν ξαναείδα τέτοια ζέστη. Εκεί που ζούσα τουλάχιστον πηγαίναμε στη θάλασσα…

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν