Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
ΒΛΕΠΥΡΟΣ θάταν συμφορά τρανή.*!! Αλλά τότε στα χωράφια ποιος θα μείνη γεωργός; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ θάν' οι δούλοι• τι σε μέλει; συ θα κάθεσαι αργός, και του ρωλογιού ο ίσκιος δέκα πόδες σαν μακραίνη, θα τραβάς για το τραπέζι που γεμάτο θα προσμένη. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και για ρουχισμό ποιόν τρόπο έχετε σκοπό να βρήτε; Πρέπει να μας πης και τούτο• ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τα παληά σας θα φορήτε, και θα σας υφαίνουμ' άλλα.
Την περασμένη δόξα της, τα χρόνια τα παληά της Θυμάμενη αναστέναζε κ' έτρωγε την καρδιά της, Έλαμπεν όμως κάποτε 'ς τα ροδαλά της χείλη Κάνα γλυκό χαμόγελο, κι' άστραφτε καμμιά ελπίδα Χρυσή 'ς τα μαύρα μάτια της, κ' έλεγε με το νου της: — Κάποιο ποτέ θα να βρεθή 'ς το δρόμο ν' απαντήσω Ώμορφο βασιλόπουλο ταίρι του να με κάμη. Κ' ανέβαινε κ' εδιάβαινεν ερμιαίς και παρακλάδια.
Αυτή ήτον η παλαιά εκδούλευσις, και αυτή η ευγνωμοσύνη την οποίαν είχον υπαινιχθή σήμερον αι δύο. Αυτά ήσαν της Φραγκογιαννούς «τα παληά τα πάθια της», κι' αυτά ήσαν της Μαρούσης «τα βάσανά της». Η ανάμνησις κατείχε τον νουν της Φραγκογιαννούς όλην την ώραν, ενώ έκειτο επί του σοφά, εις το σκότος· διότι λύχνον δεν της είχε φέρει η φιλοξενούσα, μόνον ένα κηράκι κι' ολίγα σπίρτα της είχεν αφήσει.
Έν άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνουν ο ΑΛΟΝΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ και άλλοι. ΓΟΝΖ. Μα τον θεό, Κύριε, δεν ημπορώ να περπατήσω περισσότερο· μου πονούν τα παληά κόκκαλά μου· τούτος ο δρόμος αληθινά πλέκει γύραις σε λαβύρινθο δίχως άκρη! κάμε υπομονή, πρέπει εξ ανάγκης να ησυχάσω.
— Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανώλης· καλλίτερα είχα να μου έδινες τα παληά τα τσαρούχια σου. Ο Γιάννης της Χρυσάφους, κύψας, έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα, και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανώλην. — Πάρ' τα, κουμπάρε! Τα απέθηκεν επί της τραπέζης, και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθη.
Κι' απ' όξω απ' το παλάτι του, ολόυρα 'ς το περιαύλι, Οπού το ζώνουν πάρθενα, παληά, βαθειά τα λόγγα, Μαρμαρωμένα μένουνε, βουβά από χίλια χρόνια Πανώρηα βασιλόπουλα.
Γιατ' η πόλις έχει ανάγκη από φρόνησι μεγάλη• και μην κάμης ό,τι είπαν ή εκάμανε οι άλλοι. Γιατ' ο κόσμος εσιχάθη βλέποντας να κακοπάνε όλο τα παληά τα λάθη. Μην αργής• μα κάθε σκέψι που ο νους σου μέσα κλείνει κάμε γρήγορα να γίνη• κι' όποιος γρήγορα τραβάει, και δεν πάει γάλι-γάλι, στο κοινόν, όπου τον βλέπει, έχει πέρασι μεγάλη.
Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε... Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ' το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ' όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε.
Εκατό φορές τις είχε ακούσει τις ίδιες κουβέντες. «Σαν ξεκουτιάνη ο άνθρωπος όλο και τα παληά του αναθυμάται». Είχε δίκηο η μάννα της που του τώλεγε. Μα η Ουρανίτσα δεν πολυπρόσεχε κι' όλα στα λόγια του. Ο νους της ταξίδευε. Η νοτιά είχε δαιμονιστή. Το σπίτι κουνιότανε συθέμελο.. Από καιρό σε καιρό καθώς έσπαζε το κύμα στο μώλο, τα νερά χτυπούσαν τα ντζάμια σα χαλάζι.
Ωστόσο ας διαβάσω το τέλος του άρθρου μου: «Εκείνο που έχουμε να κάνουμε, εκείνο οπωσδήποτε που χρωστάμε να κάνουμε, είναι ν' αναζωογονήσουμε αυτήν την παληά Τέχνη της ψευδολογίας. Πολλή εργασία μπορεί φυσικά να γίνη για τη μόρφωση του λαού από ερασιτέχνες στον οικογενειακό κύκλο, σε φιλολογικά γεύματα και το μεταμεσημβρινό τσάι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν