Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Καλότυχοί μου χωριανοί, ζηλεύω τη ζωή σας, Την απλοϊκή σας τη ζωή, πώχει περίσσιες χάρες. Μα πλιο πολύ τον μαγικό ζηλεύω γυρισμό σας, Όντας η μέρα σώνεται και βασιλεύει ο ήλιος.
Όσο θωράει ολόμπροστα το βασιλιά Αγαμέμνο π' όλο με τ' όπλο του χοιμάει και λόχους π' αλωνίζει, τόσο ας ποδίζει, κράζοντας στα παλικάρια, πίσω να περιορίζουν τους οχτρούς όσο μπορούνε πάντα· 190 μα από κοντάρι αν χτυπηθεί ή φάει καμιά σαΐτα και μπει στ' αμάξι, τότες πια θαν του χαρίσω νίκη να σφάζει, κι' ως στα γλήγορα να κυνηγάει καράβια, όσο να σκοτεινιάσει η γης και βασιλέψει ο ήλιος.»
Όταν ίδης σύζυγον, ανησυχούντα διά την πίστιν της γυναικός του, λάλησε εις το ους του: — Ηλίθιε! θέλεις να κοιμάσαι ήσυχος; αφαίρεσε ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου, και πρόσθεσε τα εις την ψυχήν της. Ούτε ο ήλιος τυφλώνει ταχύτερον τους οφθαλμούς σου, από την λάμψιν, την οποίαν διαβλέπεις εις τον εαυτόν σου.
Ο ήλιος διαβαίνων άνωθεν της Λιβύας κάμνει τα εξής.
Η συνείδησις αύτη υπόκειται ως ο ήλιος εις κηλίδας και εκλείψεις· αι θρησκείαι, οι νόμοι, αι ανάγκαι, τα πάθη δύνανται προς στιγμήν ν' αμαυρώσωσι το φως της ουρανίας ταύτης λαμπάδος, αλλά να την σβύσωσι ποτέ· διότι, ως λέγει μέγας τις σύγχρονος ποιητής, «τ ο α ν θ ρ ώ π ι ν ο ν γ έ ν ο ς ό λ ο ν ο μ ο ύ λ α μ β α ν ό μ ε ν ο ν ε ί ν α ι τ ί μ ι ο ς ά ν θ ρ ω π ο ς», αγαπά δηλ. το καλόν και μισεί το κακόν.
Σηκώθηκε βιαστικά κι άνοιξε το παράθυρο. Έξω χαμόφεγγε ακόμη. Ο ήλιος βασίλεψε, μα η φεγγοβολή του έβαφε χρυσά και μενεξεδένια τα συγνεφάκια. Η βρύση της αυλής μουρμούριζε συγκρατητό και βαθύ παράπονο. Τ' ανθισμένο αγιόκλημα κ' οι τριανταφυλλιές έχυναν άρωμα δυνατό και του πείραζαν τα νεύρα.
Ο ήλιος μόνος γοργογυρίζει στον αιθέρα κυρίαρχος άτρομος και κάτω αρμενίζει το τρεχαντήρι του Βαλμά, της λύσσας και της φρίκης μοναχικό ανάμπαιγμα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Έχει πισαλειμμένο το σκαφίδι του· έχει σκαρμούς από πρινάρι, κατάρτια ελάτινα· πανιά και άρμενα γερά.
Ο ήλιος με τάιζε φως. Διψούσα και τόπινε η ψυχή μου. Τι παράδοξα, τι διαμαντόλαμπα μάτια που τα είχε η Λέλα! Στα μάτια της μέσα είταν αχτίδα κρυμμένη· άνοιγε τα βλέφαρά της κ' η νύχτα σπιθοβολούσε. Τι καλά που ήξερε να με μαγέψη! Πού τάβρισκε τα γλυκά, τα χαριτωμένα, τα ουρανόφωτα λόγια που μου έλεγε; Τι απλά, τι άκακα που μιλούσε! Δε θα ξαναζήσω άλλη τέτοια χρονιά.
Το πρόσωπόν του και οι ημίκλειστοι οφθαλμοί του εμειδίων, και, στεφανωμένος με χρυσόν, έλαμπε μεταξύ όλων των ανθρώπων ως ο ήλιος ή ως Θεός.
Τι περίεργο γυαλί που είταν εκείνο! Όσες αχτίδες είχε ο ήλιος, όσες αχτίδες σκόρπιζε απάνω στη γις, τις έπαιρνε το γυαλί, τις περιμάζεβε μέσα του, τις συγκέντρωνε, τις έκαμνε μια φλόγα μοναδική. Οι μικροπολίτες έλιωναν έλιωναν ένας ένας· φαίνεται πως τους έκαιγε το γυαλί, και δε βαστούσε το τρυφερό τους το πετσάκι σε τέτοια φωτιά. Έτσι αφανίστηκαν όλοι κ' έμεινε η χώρα άδεια μια στιγμή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν