Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Έβαλε πλώρη κατά το λιμάνι Η καταχνιά είχε αρχίσει να σκορπίζεται ολόγυρα, ο ήλιος ροδοχρύσωνε τα κύματα, πνοή δε φύσαγε από πουθενά κ' η ψαρόβαρκα έσχιζε ράθυμα τα κοιμισμένα νερά, σέρνοντας πίσω της το ασπρειδερό κουφάρι, με τα σκόρπια κάτασπρα μαλλιά, που φαντάζανε σαν ανάλαφρος αφρός απάνω στην καταγάλανη πλατωσιά, καθώς τα χάιδευε και τα γαργαλούσε η συρμή του νερού.
Η περί τον όρμον παραλία ήτο καλλιεργημένη αλλ' ακατοίκητος, επί των υψωμάτων όμως, εις ικανήν από της θαλάσσης απόστασιν, εν μέσω λόφων χλοερών, ο ήλιος ηκτινοβόλει επί των λευκών οικιών τριών ή τεσσάρων μικρών χωρίων. Παρά δε τον αιγιαλόν ήτο ηγκυροβολημένον άλλο πλοιάριον, και παρ' αυτό εβλέπομεν επί της ακτής περιμένοντας χωρικούς τινας με τα ζώα των.
Πρώτα 'ςτήν πλάση απλώνονταν σκοτάδι πέρα-πέρα. .............................................. Του Κάτου-Κόσμου βασιληά μοναχογιός ο Ήλιος, Με πλούσια ολόχρυσα μαλλιά, με γαλανά τα μάτια, Με περηφάνεια κ' ευμορφιά και λεβεντιά περίσσια, Πήρε μια αυγούλα τ' άρματα και τα λαγωνικά του, Και για κυνήγι επρόβαλε 'ςτόν Κόσμο τον Απάνου. Βγήκε κι' ο Κόσμος έλαμψε.
Ο άνεμος περνούσε ορμητικός, αλλά αργά το απόγευμα ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του ανάμεσα στα σύννεφα σκίζοντάς τα και σπρώχνοντάς τα μέχρι τον ορίζοντα και όλα έλαμψαν τριγύρω στα βουνά και στις κοιλάδες όπου η ομίχλη συγκεντρώθηκε σε ασημένιες φωτεινές λίμνες.
Το Μουχαμέτη σου, μέσα!». Κ' η θειά το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του σταυρού έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κ' επανελάμβανεν «Έλα, Χ'στέ μου! βοήθα Παναϊά μου! » Και τα κύματα έπληττον την πρώραν, έπληττον τα πλευρά του σκάφους, και εισορμώντα εις το κύτος εκτύπων τα νώτα, εκτύπων τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν' αφανισθή.
Επειδή είχε ζήση έως τώρα με τα ζώα, δεν τα εφοβείτο· τους ανθρώπους όμως εφοβείτο διότι δεν τους εγνώριζεν. Όταν ο Μανώλης επέστρεφεν, ο ήλιος είχεν υψωθή πολύ και το καύμα της ημέρας είχεν αρχίση. Εις το επάνω μέρος των Λιβαδιών εκίνησε την περιέργειάν του και τον εσταμάτησε μια βουκολική σκηνή.
Το αίμα έτρεχε απ' τα χέρια μας. Και προχωρούσαμε στο σκοτάδι. Πηγαίναμ' εμπρός. Μονάχοι, εγώ και ο Άλλος... Άξαφνα, μιαν ανοιξιάτικη αυγή, που ο ήλιος έλαμπε απάνω στη δροσολουσμένη πρασινάδα και τη γέμιζε διαμάντια, και τα περιβόλια σκορπούσαν ευωδίες λογιών — λογιών στον αέρα, φανερώθηκε στη χώρα, δειλός και μαζεμμένος, ο όμορφος τρελλός.
Έπειτα πρέπει και να ομολογήσω ότι μ' ενοχλεί πολύ και ο ήλιος, όπως μούρχεται φλογερός στο γυμνό κεφάλι• διότι ενόμισα ότι έπρεπε ν' αφήσω το σκιάδι μου στο σπίτι, διά να μη φαίνωμαι μόνος εγώ μεταξύ σας διαφορετικός εις την ενδυμασίαν.
— Τη βλέπει κανείς και νομίζει πως άμα κρυφθή στη γη θα κρυφθή κι ο ήλιος μαζί της· είπε ο Μήτρος ο Γλάμης. — Ήταν στην όλη Δημιουργία κάτι από τα πιο σημαντικά και δοξασμένα μέρη της κ' είνε φόβος με τον αφανισμό της να χαλάση τώρα κι ο κόσμος· εψιθύρισε με θλίψη του ο Γκενεβέζος. Ο Θεομίσητος δάγκωσε τα χείλη του. Δε θα πάψουν πια αυτά τα λιβανίσματα σ' ένα κουφάρι!
Εκείθεν του σκάφους ο ήλιος ήτο ήδη δύο κοντάρια υψηλά, και ίσταντο οι τραχείς, οι σκληραγωγημένοι ναύται και οι χειρώνακτες, συμπληρούντες το παλάμισμα της καρίνας, αποκαρφώνοντες τα &βάζια& ή υποσκάπτοντες εις την βάσιν, όπως είνε έτοιμα προς πτώσιν τα κοντοστύλια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν