Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΤΙΜ. Πρώτον η τάξις η επικρατούσα εις το σύμπαν• ο ήλιος ο οποίος ακολουθεί πάντοτε την αυτήν οδόν και η σελήνη ομοίως, αι τροπαί των ωρών του έτους, τα φυόμενα φυτά και τα γεννώμενα ζώα, αλλά και η ευφυία μεθ' ης έχουν ταύτα δημιουργηθή, ώστε να τρέφωνται, να σκέπτωνται, να κινούνται και να βαδίζουν, να κτίζουν και να ράπτουν και τα τοιαύτα. Αυτά δεν σου φαίνονται ότι είνε έργα προνοίας;

Αποσυρομένη εις τα ερείπια αρχαίου ναού επεκαλείτο τα πνεύματα της αβύσσου, βυθίζουσα οξείαν βελόνην εις τα στήθη κηρίνης εικόνος του Λέοντος, ενώ εκάπνιζον επί των τριπόδων χόρτα φαρμακερά και έμενεν ακίνητος η σελήνη, ήτις υπήκουε τότε εις τας επικλήσεις των μάγων, μεθ' όσης ο ήλιος προθυμίας εις τον Ιησούν του Ναυή.

ΚΟΛΟΣΣΟΣ. Και σ' εμένα ποίος θα τολμήση να διαφιλονεικήση τα πρωτεία, που είμαι Ήλιος και τόσον μεγαλοπρεπής;

Μα άσε να φαννα πιούν και μιαμες στο καραβοστάσι 160 τα παλικάρια μας· τι αφτό δίνει ζωή και θάρρος. Γιατί όλη μέρα πιος μπορεί ως να βουτήξει ο ήλιος στήθια με στήθια αφάγωτος να πολεμάει στον κάμπο; Τι ακόμα κι' αν απόφαση το κάνεις, μα βαραίνουν τα μέλη σου όμως άνιωθα και σε λιγώνει η πείνα, 165 σε κόβει η δίψα, σου λυγάει σα ροβολάς το γόνα.

Την επομένην ημέραν τα πλοία επανέλαβον τον κανονοβολισμόν, άμα ανέτειλεν ο ήλιος, και δεν έπαυσαν ειμή το εσπέρας.

Η εικόνα είτανε τόσο καθαρή ώστε νόμιζε πως ξεχώριζε κάθε χαμόκλαδο και κάθε δέντρο, όλα ως τις ψιλές απόχρωσες του φωτός και του ίσκιου, που έρριχνε ο βραδινός ήλιος στη σανιδόπλεχτη σκεπή του σταχτερόχρωμου σπιτιού.

Είπε κ' εχάθηκε κι αυτήτου ποταμού το κύμα, Το κύμα οπώγειν' ύστερα Βασιλοπούλας μνήμα. Έδοσε ο ήλιος.

Πρωτού σας ατιμάσω Ω γόνατά μου. — Ατάρακτον Έχω το βλέμμα οπόταν Το καταβάσω εις πρόσωπον Ενός τυράννου. Εσείς ωσάν ο Ήλιος Λαμπροί! — ναι φλόγας βέβαια Βλέπω διαδημάτων, Αλλά τας δυστυχίας μας Μόνον φωτίζουν. Στροφή Α Δυστυχησμένα πλάσματα Της πλέον δυστυχησμένης Φύσεως, τελειώνομεν Ένα θρήνον και εις άλλον Πέφτομεν πάλιν.

Ιδέ, της νύκτας έσβυσαν οι λύχνοι ένας ένας, και τώρα ελαφροπατεί πασίχαρη η 'μέρα εις των βουνών ταις κορυφαίς ταις παχνοσκεπασμέναις. Πρέπει να φύγω να σωθώ· αν μείνω θ' αποθάνω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το 'ξεύρω 'γώ· το φως αυτό ξημέρωμα δεν είναι· είναι μετέωρον λαμπρόν οπού ο ήλιος χύνει, να έχης λαμπαδόχυτην μαζή σου συνοδείαν, και να σου κάμη φωτερόν της Μάντουας τον δρόμον.

Του φαινόταν πως η μικρή Παναγία κοίταζε λίγο τρομαγμένη από την υγρή της κόγχη τον κόσμο που είχε έρθει να ταράξει τη μοναξιά της, πως ο άνεμος φυσούσε όλο και πιο δυνατά και ο ήλιος χαμήλωνε γρήγορα στην κοιλάδα για να αναγκάσουν τους ενοχλητικούς προσκυνητές να φύγουν.