United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις τον κοίταζε χωρίς να απαντά και τον άφησε να τον σύρει μες στο σοκάκι μέχρι επάνω, μέχρι μια μικρή αυλή κλεισμένη ανάμεσα σε δυο σπίτια πάνω από την κοιλάδα. Ένας άντρας, ένας αστός κοντός, σχεδόν νάνος, με μεγάλα μελαγχολικά μάτια και χλωμό πρόσωπο, έβγαζε νερό από το πηγάδι και ο Τζατσίντο τον σύστησε σαν τον σπιτονοικοκύρη του. «Πρέπει να σου μιλήσω», είπε ο Έφις. «Σ’ ακούω, μίλησε

Και το βασιλόπουλο ξεκίνησε πάλι, διάβηκε όρη και βουνά, διάβηκε θάλασσες και ποτάμια κ' έφτασε ένα δειλινό στο μαγεμένο περιβόλι. Τα δένδρα σαν το είδαν από μακρυά, μετανόησαν που το είχανε προδώσει με το βουητό τους, το λυπηθήκανε και τούδειξαν μακρυά, στην κορυφή του βουνού, το σιδερένιο πύργο, που ήταν κλεισμένη η βασιλοπούλα.

Κάθεται κλεισμένη μέσα, και άμα φανή κανένα καράβιτο λιμάνι μπρος, νά σου και πετιέται όξω. Είνε ένα θάμα αυτή η χριστιανή. Την Παραμονήν των Χριστουγέννων η θεια Μυγδαλίτσα είχεν εγερθή οξέως ωργισμένη κατά της κόρης της, καθ' εαυτής, κατά πάντων.

Η βασίλισσα και κυρία μου, κλεισμένη εις τον τάφον της, το μόνον κτήμα το οποίον απέμεινεν εις αυτήν επί της γης, επιθυμεί να μάθη τους σκοπούς σου, διά να διαθέση εαυτήν προς ό,τι μέλλεις να τη επιβάλης. ΚΑΙΣΑΡ. Ειπέ εις αυτήν να λάβη θάρρος· θα μάθη μετ' ολίγον δι' ενός των ημετέρων, πόσον εντίμως και ευμενώς απεφασίσαμεν να την μεταχειρισθώμεν, διότι ο Καίσαρ είναι πάντοτε γενναιόφρων.

Ο κυρ Μανωλάκης ήθελεν ησυχίαν και ανάπαυσιν, αλλ' η κυρά- Μανωλάκαινα τουναντίον ήθελεν ανησυχίαν και κίνησιν. Αυτή σαν ήθελε να κάθεται κλεισμένη, έλεγε, δεν πανδρευότανε. Αυτή είχε τόσα προτερήματα, τόσα καμώματα ευγενικά· περιπλέον είχε τόσα στολίδια. Ήθελε λοιπόν να τα επιδείξη, προτερήματα και στολίδια. Γι' αυτό πανδρεύονται οι άνθρωποι!

Κ ώ σ τ α ς Ίσως· τώρα στα τελευταία είχα πηα βαρεθή να ζω, όπως εζούσα και όπως ζουν οι άνθρωποι, που βλέπουν κλεισμένη μπροστά τους κάθε πόρτα και κάθε δρόμο σωτηρίας. Παντού απόπου κι' αν επέρασα άφηκα πίσω μου ερείπια. Παντού όπου το πόδι μου επάτησε, είχαν φυτρώσει αγκάθια φαρμακερά, που πλήγωναν και μένα και όλους τους δικούς μου.

ΞΗΜΕΡΩΝΕ μια μεγάλη γιορτή στο Χωριό. «Η μέρα έδειχνε κλεισμένη, η γη είταν ασπρισμένη, ο ουρανός χιόνιζε και το μάτι δε μπορούσε να ιδή πλειότερο από μια σπορειά τόπο. Φοβερό αγριοκαίρι. Σαρανταήμερο. Καρδιά του Χειμώνα!

Έτρεμες σαν τάδινες, δεν είπες κανένα «χαίρε!» — Αλλοίμονο! αλλοίμονο! κανένα «χαίρε!» — Να έχης άρα γε κλεισμένη την καρδιά σου για μένα, εξ αιτίας της στιγμής που για πάντα με έδεσε με σένα; Καρολίνα, ούτε χιλιάδες χρόνια δεν μπορούν να εξαλείψουν την εντύπωση! και το αισθάνομαι, δεν μπορείς να μισήσης εκείνον που τόσο καίεται για σένα».

Και στεκόμενος με αυτούς τους στοχασμούς εφανταζόμουν εις τον νουν μου πως αυτή η Σχυρίνα, που ήτον κλεισμένη έτσι θα ήτον η πλέον ωραιοτάτη κόρη του κόσμου, και ούτω μου ήλθεν η επιθυμία διά να δοκιμάσω την τύχην μου με το μέσον της μηχανής μου.

Όταν έρθης όμως στην πραγματικότητα και στην πείρα, δε θαύρης τίποτ' απ' όλα αυτά. Είνε σαν εκείνα τα ωραία όνειρα, που όταν ξυπνάς δε σ' αφίνουν τίποτ' άλλο παρά μόνον τη δυσαρέσκεια που τα πίστεψες. ΑΡΓΓΑΝ Δηλαδή όλη η επιστήμη του κόσμου είνε κλεισμένη μέσα στο κεφάλι σου και νομίζεις πως ξαίρεις περισσότερα από όλους τους μεγάλους γιατρούς του αιώνος μας.