Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
« Σ' είδε ο Αλή-Πασσάς » Και σκανδαλιέται. » Και μες 'ς τα σπλάχνα του » Έρωτας κλειέται.» « Σ' είδε και τ' άτι του · «'Στά 'πισθινά του » Σηκώθκε, άγριψαν » Τα όμματά του.» « 'Στό παραθύρι σου » Έβγα, Φροσύνη. » Φεύγει ο Μουχτάρης σου, » Και 'γειά σ' αφίνει.» « Άκουσε! Άκουσε! . . » Πώς τραγουδάει! . . » Με το τραγούδι του » Σε χαιρετάει.»
Και ξώφρενα έτσι στα περήφαν’ άρματά του κοντά στου ποταμού τις όχθες ξεφωνίζει διψώντας πόλεμο, σαν το άτι που απ’ τη ζώρη λεχομανάει των γκεμιώ κι όταν ακούγει το κράξιμο της σάλπιγγας ανατρανίζει. Ποιόν κατ’ αυτό θα τάξης; ποιος, σαν ανοιχτούνε του Προίτου οι πόρτες, άξιος να τις διαφεντέψη;
Ως οι Τρωαδίται την Ελένην, ούτω και οι Σουλιώται έτρωγον διά των οφθαλμών το άλογον του Αλή: Ο Λάμπρος τ' ώβλεπε κι' από τη ζήλεια Κρυφά αναστέναξε, δαγκάει τα χήλια. «Άτι περήφανο να σ' είχα 'γώ Μέσα 'ς τα Γιάννινα ήθελα μπω!»
Έπειτα πήρε το σπαθί που χώριζε τους αγαπημένους — το αναγνώρισε, ήτανε το ίδιο σπαθί που είχε σπάσει μέσ' το κεφάλι του Μόρχολτ — έβαλε στη θέσι του το δικό του, βγήκε από την καλύβα, πήδησε στο άτι του, και είπε στο δασοφύλακα. «Δίνε του τώρα, κι' αν μπορής κύττα να γλυτώσης το τομάρι σου». Στον ύπνο της η Ιζόλδη είχε δη μιαν οπτασία: βρέθηκε σε μια πλουσία σκηνή, στη μέση μεγάλου δάσους.
Γιατί ο Βασιληάς της Ιρλανδίας εδήλωσε με το δημόσιο κήρυκα ότι θα δώση την κόρη του την Ιζόλδη την Ξανθή σε όποιον σκοτώση το τέρας, Αλλά το τέρας τους έφαγε όλους». Ο Τριστάνος αφήνει τη γυναίκα και γυρίζει στο καράβι του. Οπλίζεται μυστικά, και θάτανε ώμορφο νάβλεπε κανείς από αυτό το καράβι των εμπόρων να βγαίνη τόσο πλούσιο πολεμικό άτι και τόσο υπερήφανος καβαλλάρης.
Ήρθε κι ο γιος του Χαγάνου σταλμένος από τον πατέρα του με πολλή παρουσία. Καβαλλίκευε χρυσοκάπουλη μούλα κ' είχε γύρω του έξη κολλήγους πεζούς μα χρυσοφορεμένους σα βασιλόπουλα. Άλλος κολλήγας από πίσω ωδηγούσε αράπικο άτι σελοχαλινωμένο για το γαμπρό. Ήρθε κι ο Μήτρος ο Γλάμης μαζί με το Βασίλη Ζάρακα με δώδεκα μουλάρια φορτωμένα όσπρια τ' αποδοσίδια της γης τους.
Εκεί έφκολα άτι, σ' άμαξα καλόροδη δεμένο, δεν έμπαινε, μα βλέπανε, πεζοί αν θα κατορθώσουν.
Κι' οι διο αρχηγοί σα ζύγωσαν με τ' άρματα στα χέρια, τότε ο αφέντης Πάτροκλος τον κοσμοξακουσμένο Θρασύδημο, που παραγιός του Σαρπηδού 'ταν άξιος, τρυπάει στη ρίζα της κοιλιάς και τη ζωή του κόφτει. 465 Κι' ο Σαρπηδός με το λαμπρό κοντάρι δεν τον ήβρε κατόπι ορμώντας, μα βαράει δεξά στον ώμο τ' άτι τ' αποξινό, τον Πήδασο, που μούγκριζε φυσούσε, κι' απέ έπεσε μ' αχό βαρύ και πέταξε η ψυχή του.
Γυρεύει ν' απαντήση Τάλογο πανδρειεύεται. θέλει να πιη τη φλόγα Πώβραζε μες τη φλέβα του και 'ς τ' άγριο πέρασμά του Του χάραξε το λάρυγγα, του θέρισε το σφάχτη Του ρούφηξε τη λεβεντιά, του σβει την περηφάνεια Και μεθυσμένο από χαρά φυσσομανάει και φεύγει. Το άτι αναστηλώθηκε, στερνή παλληκαριά του, Τα λάγανά του αιμάτωσαν, λυγάνε η κλείδωσαίς του Και ροβολά νεκρό 'ς τη γη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν