United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα όμως του γενούσαν άλλο αίσθημα. Έφτανε ένα και μοναχό λιθαράκι για να του φέρνη μπροστά ατόφιο κ' ζωντανό το καλλιτέχνημα· και κείνο πάλι έφτανε για να του δείχνη κινούμενη την προγονική ψυχή. Όσο που κατάντησε ατός και μοναχός του να σμίγη την ψυχή του βιβλίου με του μαρμάρου την ψυχή και να βγάνη μια ζωή ολόχαρη, παλληκαρίσια και δοξολουσμένη.

ΑΓ. ΔΗΜ. Καθώς το λάδι μαλακό τα λόγια σου στον πόνο μου επάνω, καλέ μου! Όταν μάθης πεια το φόνο μου, πρόσφερε και συ το σώμα σου στον Κύριο παλληκαρίσια προκαλώντας το μαρτύριο. ΑΓΙΟΣ ΝΕΣΤΩΡ. Και η αγαπημένη μου Λωίς, τι θε να γίνη; Συ μας εστεφάνωσες. Σαν τώρα Μου φαίνεται πως είν' εκείνη η ώρα, όταν ο ταπεινός Επίσκοπος Γοργίας μας ένωσε σε γάμο παρθενίας.

Κατά τας ημέρας εκείνας περί ουδενός άλλου εγίνετο λόγος παρά περί της προσφάτου καρατομήσεως του ληστάρχου Ταρτάλια, όστις αφού εδόξασε την Σικελικήν κλεφτουργιάν, τρέψας πολλάκις εις φυγήν τους καραβινιέρους, είχε δειλιάση προ του δημίου. — Αν ήμην εγώ πνευματικός του, είπεν ο προκαλόγηρος, θα κατώρθωνα να τον κάμω ν' αποθάνη παλληκαρίσια, με την εφεύρεσιν του μακαρίτου θείου μου Πάτερ Βαρνάβα.

Και χτυπούσε τον ένα γρόθο απάνω στον άλλο, τάχα να δείξη πως πέρασε το θέλημά της. Φαινότανε σα Μαινάδα, σαν τρελλή Αφροδίτη, με τέτοια ομορφιά και με τέτοια φερσίματα, σαν έβγαλε τα στιβάνια της, και στεκάμενη γυμνόποδη και γυμναστράγαλη, ξεμάλλιαγη και δρώμενη ακόμ' από τη ζεστασιά, λαλούσε της θειας της αυτά τα λόγια με μάτια ορθάνοιχτα και με σαν παλληκαρίσια κορμοστασιά.

Αντικρύ μου άλλο ψηλοθώρητο βουνό, ίσο σα μαχαίρι, κι απόγκρεμο σα θεριακωμένος μεσαιωνικός πύργος, γυμνό κι άδεντρο, κατακόκκινο σα φωτιά με τ' ατσαλένια στήθη του παλληκαρίσια πεταχτά, καταξεσχισμένα από μεγάλες, παράξενες, και βαθουλές, και αγριοκαμωμένες καταματωμένες πληγές, απλόνουνταν τρακόσια βήματα αλάργα μου.

Άμα καλυτέρεψε λιγάκι, τούδωκε δρόμο. Σαλπάρησε για την πατρίδα. Αφήκανε τη Μαρσίλια με καλόν καιρό. Απόξω από το Σπαρτιβέντο ο καιρός άρχισε να χαλάη τα μούτρα του, Το γύρισε στη νοτιά. Στην αρχή ο σορόκος αδύνατος με κουφοθάλασσα. Όσο πήγαινε άρχισε να δυναμώνη. Η «Αθηνά» ταξίδευε παλληκαρίσια με τις κάτω γάπιες, καβαλλίκευε το κύμα σαν άτι. Ο καιρός όλο και δυνάμωνε.