Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Να στις βάλωμε μες το μαντιλάκι σου, θεια Ελέγκω;. . . -Πάρε κ' ένα κλωνάκι μυγδαλιά, θεια Ελέγκω, είπε ο Νίκος: για σένα τις κόψαμε. . . Όχι να μην κουβαλάω τώρα δέντρ' ολάκερα! Θα με βγάλη όξω ο εισπράχτορας-ξέρεις αυτοί δε χωρατεύουν. . . Κάθομαι και χασομεράω και θα μου φύγη ο τρεχιόδρομος. . . Νά τον ! ακούτε;, πλάκωσε κιόλας ο Βράκας. . . Γεια σας παιδιά μου ! νάχετε την ευκή μου!

Κάποιος χτύπησε την πόρτα απέξω ! Τρέχει η Λιόλια νανοίξη . . και γιομίζει από χαρτοπόλεμο και μπαίνει ο Νίκος σκασμένος στα γέλοια που έκαμε τη Λιόλια και τρόμαξε. Μύριζε ο Νίκος δυνατά κρασίλας. Έπειτα πήγε και στης Βεργινίας το κρεββάτι και την πασπάλισε κι αυτή με τα πολύχρωμα χαρτάκια. Έτσι φαινόταν ακόμα πιο κίτρινη, σα λείψανο μασκαρεμένο. —Μ' ηύρε στο δρόμο η θεια Ελέγκω, είπε ο Νίκος.

Ξαφνίστηκαν η Λιόλια κ' η θεια Ελέγκω καθώς είδαν το Νίκο φερμένον απ’ τα τώρα. Πέρασε Κυρ Νίκο μου από μπροστά ! Για σας τους νέους είναι αυτά τα πράματα, κι απέ εμείς. . είμαστε που είμαστε μασκαράδες Και τούκανε τόπο η θεια Ελέγκω στο παράθυρο κοντά στη Λιόλια. Τι κακό γινόταν κάτω στο δρόμο ! Τι οχλοβοή ! τι συρφετός! Τα τραμ είχανε σταματήσει.

Η θεια μπορεί να κάνη και χωρίς αυτήνα . . . Λαχάνιασε για να πη αυτά τα λίγα λόγια και τα μάτια της κύτταζαν τον Νίκο σαν να του ζητούσανε συγχώρηση. -Λιόλια τη λεν ; -είπε μοναχά ο Νίκος. Τι γλυκό που ακούστηκε τόνομ' αυτό απ’ το στόμα του και σα με μιαν απήχηση πίσω του τόσο που ξαφνίστηκε κι ο ίδιος... Τάσπρα μάτια. Έτσι λοιπόν ήρθε η θεια Ελέγκω κ’ έφερε τη Λιόλια.

Ο Μίμης δεν ήρθε- -Η Λιόλια πήγαινε πιο πίσω με τη θεια Ελέγκω, που τα γέρικα της μάτια είχανε γίνει σαν κόκκινες σταφίδες απ’ τα κλάματα για τη Βεργινίτσα της που την είχε σαν παιδί της. Δε σηκώνει το χέρι της να βοηθήση σε τίποτα.

Μα δεν ξεθαρρευότανε να σηκώση τη ματιά του κατά τη Βεργινία. . και χωρίς να κυττάξη μέσα, είπ' ένα δυνατό «Αντίο σαςκαι βγήκε κι αυτός έξω. . . Μα η Βεργινία είχε κλείσει τα ματόφυλλά της σα να μην ήθελε να δη πια τίποτα-σα να μην ήθελε να δη στα μάτια του Νίκου εκείνην τη λάμψη πούτον άλλη φορά δική της, πούτον το φως της ζωής της και τώρα της έκαιγε την ψυχή, γιατί έφεγγε για μιαν άλλη. Να μην αργήσετε !-τους φώναξε αποπίσω τους, ανοίγοντας την πόρτα, η Κερά Ελέγκω, γιατί θα νυχτώσω κ' έχω να βάλω τα ρούχα στο νερό-. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περπατούσαν, ο ένας μακριά από τον άλλον.

«Νά η Μικρούλα ! Νά η Μικρούλα ! ναΣτις δυο η ώρα το πρωί γύρισε ο Νίκος με τη Λιόλια – – Όταν βγήκε το απόγεμα της Κυριακής ο Νίκος απ’ το σπίτι, Πήγε τα-ίσα στο μέρος πούχε πη η θεια Ελέγκω πως θα πάνε να δουν το κομιτάτο : στην Οδό Σταδίου αντίκρυ απ' τη Βουλή, αποπάνω απ’ τον «Αβέρωφ». Στο δρόμο έδωσε τρεις δραχμές και πήρε μια μεγάλη σακκούλα χαρτοπόλεμο και ένα μάτσο σερπαντέν, για νάχη η Λιόλια να ρίχνη . . . Όλα τα παράθυρα του σπιτιού ήτανε γεμάτα κόσμο· κι αποπίσω τους ήταν κι άλλοι πολλοί ανεβασμένοι σε καρέκλες.

Η θεια Ελέγκω έστειλε και πήρε απ’ το μπακάλη λίγες ελιές και ταραμά, σα σαρακοστή που ήτονε, να φάνε. . μα δεν άγγιξε η Λιόλια.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν