Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Στην νοτεινή γωνιά της κάμαρας είνε το νυφικό, απλό ξύλινο κρεββάτι, νωποστρωμένο, κάτασπρο, καθαρώτατο, με πολύχρωμο μεταξωτό γαλάζιο πάπλωμα, δύο μεγάλα μαξιλάρια χιονάτα με πλατιές δαντέλες στης άκρες, και με κουρτίνες και τουρναλέτο, απλά όλα μα κάτασπρα. Το έστρωσε, λίγο προτήτερα, ο Σερέτης και τώρα κάθεται αντίκρυ του και το καμαρώνει.

Τέλος αναβαίνει ο γέρων επάνω κρεμάσας κάτω το λυχνάριον από τινος των εν τη γωνία μεγάλων παλαιών δοκών. Άνεμος ψυχρός του Ιανουαρίου είχεν εγερθή προ τινων στιγμών και σείεται η σαθρά οικία ως δένδρον και κτυπώσιν εις τους ηρειπωμένους τοίχους τα παμπαλαιά παράθυρα και αφίνουσι πένθιμον ήχον.

Ο φλόμος μύριζε τριγύρω, το γαλαζωπό φεγγάρι έλαμπε πάνω στα ερείπια του πύργου σαν φλόγα σε μαύρο κηροπήγιο και έμοιαζε να μη θέλει να προβάλει ξανά η μέρα σ’ εκείνη τη νεκρή γωνιά του κόσμου.

Η ορθή γωνία είναι πάνω αριστερά Το πρώτο τρίγωνο, αρχίζοντας από την πάνω αριστερή γωνιά, και πηγαίνοντας με την στροφή των δείκτων του ρολογιού έχει αριθμημένες γωνίες θ, ?, μ. Το δεύτερο τρίγωνο έχει αριθμημένες γωνίες ζ, η, α. Το μικρότερο δε τρίγωνο που εσωκλείεται στο μεγαλύτερο, το τέμνουν κατά ίσα μέρη. Της δεύτερης γραμμής είναι ονομασμένα γ, δ./

Μια μεγάλη κάμαρα όλο πέρα με τα ντουβάρια του αχύλωτα, με καπνισμένα τα δοκάρια της στέγης, που κρέμουνταν απ' αυτά καμιά εικοσαριά βαντάκια καπνού. Η γωνιά μεγάλη και χαμηλή στην άκρη· η γις χάμου είταν αλειμμένη με γλίνα και γύμνια περίσσια ολόγυρα. Μονάχα στην άκρη έν' αμπάρι μελό κι από πίσω τα ρούχα και τα σκαφίδια και τα κόσκινα, και χίλιων ειδών σιγύρια του σπιτιού.

Η Γριά σηκώθηκε τότε από τη γωνιά της και τρεκλάτρεκλά πάη στ' ανηλιακό μαζύ με τες γυναίκες, που ήρθαν, κι' έδωκε της καθεμιανής απ' ό τι ήθελαν κι' αυτές, φεύγοντας για έξω, της έλεγαν τη στερεώτυπη ευχή: — Σ' πολλά 'τη, Κυραμάννα! Και του χρόνου τέτοια μέρα! Να είσαι πάντα καλά και να καλοδεχτής!...

Βγαίνουμ' έξω και κατεβαίνουμε στην πιο μακρινή τη γωνιά του μικρού χωραφιού μας, κοντά σε μια μεγάλη συκαμινιά. Σκοτάδι, πίσσα. Τύχη μας που δεν είχε μήτε φεγγάρι. Ώρες κι ώρες έσκαβε ο γέρος, και ξεφτυάριζα εγώ χώμα. Κ' ένας φόβος! Φύλλο, έπεφτε και τρομάζαμε. Σαν έγεινε ο λάκκος βαθύς ως τη μέση μου, γυρίσαμε στο καλύβι. Τους σηκώσαμε κατά πως είτανε, με τάρματά τους, μ' όλα τους.

Κι όλη η μαγεία αυτή σκοτίστηκε σε λιγάκι, και θεόρατες βαμβακένιες τουλούπες ξεχύθησαν ολόγυρα. Η καλύβα πλεγμένη όλη από ψαθί με χαριτωμένη τέχνη, μόλις ξάνοιγε κοντά στην ακρολιμνιά. Από την ανοιχτή της πόρτα φαίνουνταν η γωνιά πλημμυρισμένη από κόκκινες φλόγες π' αγκάλιαζαν με γλυκό βόμβο τα κούτσουρα του λόγκου.

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις, και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, 150 εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο, ο Οδυσσέας έρχεται• και για τα συγχαρίκια, ευθύς άματο σπίτι του πατήση πάλι εκείνος, θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα. πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω• 155 ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις, τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία. μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα, ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. 160 ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος• τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος, θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση, 'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του».

Θαμπότερο όμως ήτον το μικρό καντυλάκι, που σε μια αραχνιασμένη γωνιά έλουε με το νυσταγμένο του φως τρεις μεγάλες γυμνές εικόνες, που απ' την πολυκαιριά ούτε ξεχώριζαν ζωγραφιές και πρόσωπ' απανωθέ τους.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν