Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Έτσι έκραζε ο θεόρατος ο Αίας, κι' απ' το αίμα 360 μούσκεβε η γης το κόκκινο, και πέφτανε σφαγμένοι γειτονικά άφοβοι βοηθοί και Τρώες, μα κι' Αργίτες μαζί τους· τι δα απλήγωτα κι' αφτοί δεν πολεμούσαν. 363 Έτσι άγρια ζάλη ολημερύς φουρτούνιαζε πολέμου 384 σκυλήσου.
Τότε εκ μέσου του πλήθους εξήλθεν είς άνθρωπος, όστις γονυπετήσας έμπροσθεν του Ιησού, έκραζε μεγάλη τη φωνή, «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει». Είχε φέρει τον άθλιον πάσχοντα εις τους μαθητάς, όπως εκδιώξωσι το πονηρόν πνεύμα, και η αποτυχία των έδωκεν αφορμήν εις τα σκώμματα των Γραμματέων.
Ο κακότυχος πραγματευτής κλαίοντας με πικρά δάκρυα εφώναζε ότι δεν έχει πταίσιμον και ότι δεν του εσκότωσε τον υιόν, και έκραζε ότι είναι αθώος και εθρηνούσε την γυναίκα του και τα παιδιά του, λέγοντας τα πλέον θλιβερά και παραπονετικά λόγια, οπού ημπορεί να ειπή όποιος ευρίσκεται εις τέτοιαν δυστυχισμένην περίστασιν.
Να κάμουν μετερίζι κάθε δρόμο κι αρματωμένοι να χυθούν παντού σκοτώνοντας, σκορπίζοντας τον τρόμο στα πλήθη του πιστού σου του λαού. Κι έτσι τους έφερε άγριος, αφρισμένος εδώ ίσια με το θρόνο σου μπροστά και χίμησε σαν τίγρης μανιωμένος να βάλη στο παλάτι σου φωτιά. Καλούσε το λαό να τον βοηθήση, τον έκραζε μαζί του να χυθή· δεν άφησε υψηλό να μη το βρίση και την πατρίδα αρνήθη την ιερή.
Πώς το βαρβάτο σε παχνί αργό παραχορταίνει και το καπίστρι σπάει κι' ορμάει στον κάμπο πιλαλώντας — γιατί να λούζεται έμαθε στα δροσερά ποτάμια — 265 περήφανο έτσι, κι' αψηλά βαστάει την κεφαλή του κι' απάνου κάτου η χήτη του στους ώμους κυματίζει, κι' αφτό γιομάτο λεβεντιά γοργά το παν τα πόδια όπου συχνάζουν αλόγα και στα λειβάδια βόσκουν· έτσι κι' εκείνος γόνατα και πόδια γοργοκούναε, κι' έκραζε ομπρός! άμα άκουσε τα θεϊκά τα λόγια. 270
Και ναν το πει η γοργή Ίριδα πηγαίνει στους ανέμους, σαν άκουσε τις προσεφκές. Αφτοί μες στου Ζεφύρου 200 χαροκοπούσαν κι' έτρωγαν τότ' όλοι μαζεμένοι· κι' ίσια να! η άφταστη Ίριδα προβάλνει εφτύς τρεχάτη μπροστά στην πέτρινη μπασιά. Κι' άξαφνα σαν την είδαν, πετιούνται, όλοι όρθιοι, κι' ο καθείς την έκραζε κοντά του.
— Κατόπιν τούτων έτρεχον και οι ένοπλοι εκείνοι άνθρωποι, οίτινες δεν ηδύναντο ευκόλως να τους παρακολουθώσι, διότι το φέγγος της σελήνης ήτο θεϊκόν, και ηγνόουν το έδαφος του τόπου. Εν τούτοις και ούτοι έφθασαν μετά τινα χρόνον ύστερον των τριών Γύφτων. — Πιάστε την! πιάστε την! έκραζε λυσσών ο Πρωτόγυφτος, σείων την πυράγραν ην επρόφθασε ν' αρπάση εκ του χαλκείου,
Έκραζε «πτου!...» στα ορνίθια κ' έτρεχαν από τις τέσσερες άκρες της αυλής με φτεροκοπήματα και κακκαρίσματα, σα να της φώναζαν «φτάσαμε!..» Πα! πα!.. πα!.. σκούζανε τα παππιά, σαλεύοντας το στρουμπουλό κορμί απάνου στα ποδαράκια τους, λες και διάταζαν: «μην απλώση κανείς στο φαγί μας!» Μπερδεύονταν όμως πολλά κι ανασκελώνονταν στο δρόμο σαν ασκοτύρια.
« Μ' έκραζε 'πό την Εκκλησιά » Ο υιός μου Δημητράκης: » — Καρδιά, πατέρα! μ' έλεγε, » Οι Τούρκοι μη σε σκιάζουν, » Ας είναι τόσοι· Βάστα συ » Τον πόλεμο· Ας ριάζουν »'Σα λύκοι. Βάστα! Γρίβας συ « Αν είσαι Θοδωράκης!»
Πεζοί πεζούς αλώνιζαν, πούφεβγαν θεν δε θένε, 150 κι' αμαξωτούς αμαξωτοί — και τύφλωνε στον κάμπο ο κουρνιαχτός που σήκωναν τα ζώα πιλαλώντας — με τα κοντάρια και σπαθιά. Κι' ο βασιλιάς ξοπίσω σκότωνε πάντα κι' έκραζε ομπρός! στα παλικάρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν