United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε οι δύο στρατοί κατέλαβαν ανά ένα λόφον και οι μεν Αργείοι ητοιμάζοντο να ωφεληθούν εκ της απομονώσεως των Λακεδαιμονίων διά να τους καταπολεμήσουν· αλλ' ο Άγις εσήκωσεν εκείθεν τον στρατόν κατά την νύκτα και διαφυγών την προσοχήν των πολεμίων επορεύετο προς τον Φλιούντα διά να ενωθή με τους άλλους συμμάχους.

Καθώς ανέβαινεν ασθμαίνουσα τον πετρώδη λόφον, «Έλα, Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι' αμαρτωλή». Είτα εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε· «Δεν το έκαμα για κακό».

Έφυγα αγάλια αγάλια από την ευγενή συναναστροφήν, επήγα, ανέβηκα εις μίαν άμαξαν, και εκίνησα εις Μ . . ., για να ιδώ εκεί από τον λόφον την δύσιν του ηλίου, και αναγνώσω εκεί εις τον Όμηρόν μου το λαμπρόν άσμα, πώς ο Οδυσσεύς ξενίζεται από τον καλόν συβώτην. Όλα αυτά ήσαν καλά.

Και όταν εξύπνησα εκατάλαβα πώς ανέλαβα ολίγον τι τας δυνάμεις μου και ανέβηκα υψηλά εις ένα λόφον, διά να αγναντεύσω το νησί και να ημπορέσω να γνωρίσω πού ευρίσκομαι.

Εκείνος έμεινεν εκστατικός να ακούση τοιούτον παράδοξον φαινόμενον, και διά να βεβαιωθή, την ερχομένην ημέραν καβαλλικεύσαντες και οι δύο εις τον Ελέφαντα, εφθάσαμεν εις τον ρηθέντα λόφον και είδεν οφθαλμοφανώς γεμάτην όλην την πεδιάδα δόντια και κόκκαλα Ελεφάντων με μεγάλην του χαράν και ευχαρίστησιν, από τα οποία τότε εφορτώσαμεν τον ελέφαντα όσα εδύνατο να σηκώση και εγυρίσαμεν εις την πολιτείαν· μετά ταύτα εις τριών μηνών διάστημα κατά συνέχεια εσυχνάζαμεν εις εκείνον τον λόφον, μεταφέροντες ένα πλήθος δόντια των Ελεφάντων εις την πόλιν, εις βαθμόν που εγεμίσαμεν πέντε μεγαλώτατα μαγαζεία.

Αφ' ού ενεκρίθη αυτό το σχέδιον, ο Κόχραν εζήτησε να ίδη την θέσιν του μοναστηρίου· και ο Καραϊσκάκης τον ωδήγησεν εις ένα ωχυρωμένον λόφον, από τον οποίον ηδύνατο να ίδη και την θέσιν ταύτην και το λοιπόν στρατόπεδον.

Ο Καραϊσκάκης, επειδή πολλοί στρατιώται εις την από Ελευσίνα μετάβασιν του στρατοπέδου δεν συνηκολούθησαν, αποδειλιάσαντες εις το επιχείρημα τούτο, μη έχων ικανήν δύναμιν διά να κατέχη και τον λόφον, τον οποίον προλαβόντες οι Έλληνες τους Τούρκους εκυρίευσαν, διέταξε την εις αυτόν φρουράν και απεσύρθη.

Τω όντι δε τα μέλη του σώματος της εφαίνοντο απολέσαντα την αίσθησιν του καμάτου. — Αν είν' έτσι, πάμε, έλεγεν ο Γύφτος. Και η Αϊμά ηγείρετο και τον ηκολούθει. Ότε έφθασαν εις λόφον τινά, ου αντικρύ εφαίνετο κώμη τις, ο Πρωτόγυφτος τη είπε·Πεινάς; — Όχι, απήντησεν η Αϊμά. Ουδ' ησθάνετο δε την πείναν, αν και ουδέν είχε φάγει από δύο ημερών. — Δεν γίνεται, είπεν ο Γύφτος· κ' εγώ πεινώ.

Θέλων να ωφεληθή από την περίστασιν ταύτην ο Καραϊσκάκης, διώρισε να υπάγωσι και μερικοί από τους εν Διστόμω προς ενδυνάμωσιν των από Στείρι εξελθόντων. Όλοι ομού λοιπόν διώκοντες τους εχθρούς, έφθασαν έως βολήν τουφεκίου πλησίον του στρατοπέδου αυτών και καταλαβόντες ένα λόφον εκτυπούσαν τους Τούρκους, οι οποίοι δεν ετολμούσαν να εξέλθωσιν από το στρατόπεδόν των.

Αλλ' όταν ανέβημεν εις ένα λόφον, είδαμεν ξέμακρα ωσάν κάποιας κατοικίας ή καλύβας, και διευθύναμεν την οδοιπορίαν μας προς εκείνας· και πλησιάζοντες εκεί, ιδού βλέπομεν και ήσαν πλήθος Αράπηδες μαύροι και γυμνοί, οι οποίοι ήλθον και μας περιεκύκλωσαν, και λαμβάνοντές μας εις την εξουσίαν τους μας έφερον εις τας κατοικίας των εμένα και πέντε συντρόφους μου· μας έμπασαν εις τας κατοικίας των, αι οποίαι ήσαν κάποιαι καλύβαι σκεπασμέναι με τα φύλλα των φοινίκων· τους άλλους συντρόφους μας τους επήραν άλλοι εις άλλας καλύβας, που δεν τους είδομεν πλέον τι τέλος έλαβον.