United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πτυάρια και αξίνας δύο τρεις είχε πάρει μαζί του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων ότι ίσως θα εχρησίμευον διά ν' ανοίξη δρόμον προς ανεύρεσιν του αποκλεισμένου αδελφού του.

Η Ιωάννα και ο Θεωνάς μόλις επρόφθανον αποκρινόμενοι εις τας παντοίας ταύτας ερωτήσεις, ενώ η περισφίγγουσα αυτούς ανθρωπίνη άλυσος καθίστατο τοσούτω στενή, ώστε και η αναπνοή αυτών ήρχιζε να στενοχωρήται, ο δε Φρουμέντιος, όστις ούτε ελληνικά ενόει ούτε είχε πολλήν υπομονήν, επειράτο ήδη ν' ανοίξη δίοδον διά των γρόνθων, ότε καλή τύχη προφθάσας ο Επίσκοπος ηλευθέρωσεν αυτούς, επιπλήξας το ποίμνιον διά την αδιακρισίαν του.

Της Λιόλιας τα δάκρυα είχανε στεγνώσει κι άκουγε τη θεια Ελέγκω που τα λέγανε με την Κερά Γιώργαινα για μια μεγαλωσιάνα που δεν ντράπηκε να της κόψη τρεις δραχμές απ’ τα πλυστικά, επειδή λέει της λείπανε δυο πετσετάκια. Οι μικρές λεύκες από της δυο μεριές της οδού Αναπαύσεως ήτανε γεμάτες φύλλα δροσερά κι αχνοπράσινα σαν από μετάξι, που τάχαν πετάξει τώρα-τώρα καινούργια με τη δεύτερη άνοιξη.

Έχω κήπο φτιασμένο με τα χέρια μου, που τόνε φύτεψα, αφόντας ένεκα τα γεράματα έπαψα να βόσκω. Όσα φέρνουν οι εποχές όλα τάχω στον κήπον αυτόνε σε κάθε εποχή: Την άνοιξη τριαντάφυλλα, κρίνους και γιατσέντα και δυο λογιών μενεξέδες· το καλοκαίρι παπαρούνες κι αχλάδια και μήλα κάθε λογής· τώρα, και κλήματα και συκιές και ροϊδιές και σμέρτα χλωρά.

Ό,τι μόνον έμενε σαφές εις την ομίχλην του εγκεφάλου του ήτο η ανάγκη να σπεύση. Και έτρεχεν όσον ηδύνατο, με κίνδυνον να προσκόψη και να ξαπλωθή κάτω μετά της απαγομένης. Έφθασεν εις το σπίτι του και η ακινησία της απαγομένης εξηκολούθει. Τότε ο Μανώλης, ενώ κατεγίνετο ν' ανοίξη την θύραν του μαγαζιού του, ηδυνήθη να εύρη μίαν εξήγησιν εις αυτήν την παράδοξον ακινησίαν.

Μα η Χλόη κι ο Δάφνης, θυμούμενοι τις χαρές που είχαν αφίσει, πώς εφιλιόνταν, πώς αγκαλιάζονταν, πώς μαζί εβάζανε στο στόμα τους το φαΐ, περνούσανε νύχτες άγρυπνες, και πικραμένες και την άνοιξη προσμένανε σαν ξαναγεννημό από το θάνατο.

Μηδέ κι ο ύπνος ο γλυκός τόσο γλυκός δεν είνε, μηδέ κ' η ξάφνια η άνοιξη τόσο γλυκειά δεν είνε, μηδέ και για τις μέλισσες τόσο γλυκά είνε τάνθια όσο είν' οι Μούσες οι καλές για μένα αγαπημένες. Όσους αυτές ορέγονται κι όσους καλοκυττάζουν, αυτοί τα μαγικά πιοτά της Κίρκης δεν φοβούνται.

Και ο μπαμπάς, αφού υπελόγισε με το κονδύλι το εισόδημα το ιδικόν του και το εισόδημα του γείτονος του μπακάλη, τον ειδοποίησεν αμέσως, ότι είνε έτοιμος να του ανοίξη την αγκάλην του και να τον κάμη γαμβρόν του·περί της αγκάλης της θυγατρός του δεν έκαμε κανένα λόγον! Επειδή δε η κόρη ήρχισε να κλαίη, έρριψε το κονδύλιον μετ' οργής ο πατήρ και εξήλθε.

Αλλ' ενόησεν ότι έπρεπε να επανέλθη εις την διεύθυνσιν του Ουστρίνου, να διαβή τον ποταμόν και να φθάση εις την Λιμενίαν οδόν, την άγουσαν κατ' ευθείαν εις Τρανστιβέρην. Δεν ήτο εύκολον και τούτο, ένεκα του συνωστισμού. Θα εχρειάζετο να ανοίξη δρόμον με το ξίφος εις την χείρα· αλλά δεν είχεν όπλον.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν η λυγερή Χρυσάιδω, Τ’ ώριο μαντήλι του γαμπρού, του γάμου τους το δώρο, Μ’ ολόχρυσες κι’ ολάργυρες κλωστές και μεταξένιες, Οπού είχαν τόσα χρώματα, όσα και τα λουλούδια Των λειβαδιών την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, Στη μια την άκρη το Σταυρό, στην άλλη το Βαγγέλιο, Και μες στη μέση από τα δυο Χριστό και Παναγία, Κι’ ανάμεσα από το Χριστό κι’ από την Παναγία Γάμου στεφάνια ολόχρυσα, σταυροστεφανωμένα.