Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Γιώργεν', από μικρούλα, Κι' ο μαύρος εκαρτέραγε πότε να μεγαλώση Να της ανοίξη την καρδιά και να την κάμη ταίρι. — Γιαννούλα τώρα ο Μήτρος σου ας ρίξη αλλού τα μάτια.

Ενεκόλαψε δε εις τον τάφον τούτον γράμματα λέγοντα· «Εάν τις εξ εκείνων οίτινες βασιλεύσωσι μετ' εμέ εις την Βαβυλώνα λάβη ανάγκην χρημάτων, ας ανοίξη τον τάφον τούτον και ας λάβη όσα θέλει.

Κ' έχει αποκάτω του τη μεγάλη και παλιά καταβόθρα της λίμνης τη Βοϊνίκοβα, οπού χάνονται τα νερά που τόνε κινούν. Την άνοιξη όμως και το καλοκαίρι μονάχα δουλεύει, κι αλέθει τα γεννήματα των γύρωθε χωριών του κάμπου, γιατί το χινόπωρο και το χειμώνα από τες πολλές βροχές κι από τα χιονόνερα που λυόνουν στα βουνά και κατεβαίνουν στους κάμπους πλημμυρίζ' η λίμνη και τον αποσκεπάζει ολότελα.

Χαρά στην νια την ώμορφη, που την καρδιά θ' ανοίξη Και με το κρύο το μάρμαρο τα χείλη της θα σμίξη! Ένα πουλάκι λάλησετης ποταμιάς τα δέντρα, Ένα πουλάκι οπού λαλεί τον Μάη με την αυγούλα Κι' οπού ξυπνάει τους πιστικούς, ξυπνάει τους καρβανάρους, 'Τούς καρβανάρους στ' άλογα, τους πιστικούς στα γίδια. Εξύπνησ' έναν γέροντα, γέροντα καρβανάρον, Που κόνευε στην ποταμιά παράμερα του δρόμου.

Είτανε μια από κείνες τις επικίντυνες ανοιξιάτικες βραδιές της Στοκχόλμης, που ο ήλιος πέφτει θερμός στα νιοβλαστημένα δέντρα, που οι δρόμοι είναι πλημμυρισμένοι κόσμο, σα για χαρά κι απόλαψη των ματιών, που τα εξοχικά κέντρα τραβούνε παλιά αντρόγυνα, νιόπαντρους ή αρρεβωνιασμένους, που ο ουρανός είναι γαλανός και στο ρέμα κυλούν χορεύοντας οι όγκοι του σπασμένου πάγου, που ο χειμώνας φαίνεται σα να έφυγε για πάντα κ' η άνοιξη προμηνά ένα καλοκαίρι τόσο ωραίο, όσο δε στάθηκε ποτέ ως τώρα.

Εις το διάστημα οπού έλειψεν η Μανιά, επί δέκα λεπτά, ο αποφασιστικός νέος περιειργάσθη με βαθείαν προσοχήν το αντικρυνόν παράθυρον, διαγωνίως κείμενον, καθότι αι δύο οικίαι έσμιγον καθ' οξείαν γωνίαν. Αλλ' όμως ήτο κλειστόν. Εσχεδίασε πώς ήτο δυνατόν ν' ανοίξη. Διά βίας, ή διά δόλου.

Και αν κανένα, απ' όσα λέγει, Το δέχετ' άλλος και του το στρέγει, Τα ψέμματά του διπλά αρμαθιάζει, Με γληγοράδα τ' απανωτιάζει· Σα να φοβούταν μην υποφτέψουν Αλήθιαν είπε, και τον πιστέψουν. Μεγάλη ανάγκη τον καταφέρει Μια κάπια αλήθια να αναφέρη. Μον δεν προφταίνει να την προβάλη, Κανείς δε μνήσκει αυτί να βάλη· Και τον αφίνουν προμού ακόμα Καλαρχινήση ν' ανοίξη στόμα.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Να, έρχεται. Παρακαλώ, αφήσατέ μας μόνους. Θα καταφέρω να μου ‘πή ποιος είναι ο καϋμός του. ΜΟΝΤΕΚΗΣ Άλλο δεν ήθελα κ' εγώ παρά να κατορθώσης να σου ανοίξη την καρδιάν. — Πηγαίνωμεν, γυναίκα. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Εξάδελφε, καλόν πρωί! ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι πρωί ακόμη; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Μόλις εσήμαναν εννηά.

Το σίδερο έσκιζε με κόπο το λεπτόγαιο χωράφι, που αντιστέκετο όσο μπορούσε, λες και δεν ήθελε ν' ανοίξη τα σπλάγχνα του στο κρύο, το σκληρό, το άπονο σίδερο.

Τότε γυρίζει ο Κωνσταντής με δάκρυα και της λέγει: — Πάρε κλωστές ολάργυρες, χρυσές και μεταξένιες, Που νάχουν τόσα χρώματα, όσα έχουν τα λουλούδια Των λειβαδιών την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, Ασπροκαθάριες, κίτρινες, σταχτιές, γαλάζιες, μαύρες, Ασπρόμαυρες, κεραμιδιές, μουντές, κροκιές, γεράνιες, Άλικες, βαθυκόκκινες, τριανταφυλλιές, κρασάτες, Πράσινες, μαυροπράσινες, καφιές και καστανάτες, Κι’ ολόγυρα στον ξακουστό και θείον Παρθενώνα Κέντα μια Ελλάδα απέραντη, πανένδοξη, μεγάλη.... Ελλάδα του Θεμιστοκλή, Ελλάδα του Αλεξάντρου, Που να ξαπλώνεται βαρυά σ’ Ανατολή και Δύση.... Κι’ ανάμεσα απ’ Ανατολή κι’ ανάμεσα από Δύση.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν