Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Μπαίνει τρέμοντας από τη συγκίνηση, η καρδιά του χτυπά, η φωνή του πιάνεται· θέλει ν' ανοίξη τους μπερντέδες του κρεββατιού, ζητά να φέρουνε φως. Μη για το Θεό, λέγει η υπηρέτρια, το φως θα τη σκοτώση! Και ξαφνικά κλείνει τους μπερντέδες. — Αγαπημένη μου Κυνεγόνδη, λέγει ο Αγαθούλης κλαίοντας, πώς είστε; Αν δε μπορείτε να με ιδήτε, μιλήστε μου τουλάχιστο. Δε μπορεί να μιλήση, λέγει η υπηρέτρια.
Τα προικιά μου είταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τάλλα τα είχαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του νάχουμε! Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα, — είταν άνοιξη σαν και τώρα — να δη αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα.
Ουδεμίαν αντιπάθειαν είχε προς αυτόν, αλλ' όμως εις μάτην εκείνος εξετέλει εις τα πέριξ τόσους δρόμους. Η πνοή αυτού δεν ήτο τόσον ισχυρά, όπως ανοίξη τον κάλυκα. Η Αϊμά δεν ησθάνετο ουδέν εν τη καρδία. Ουδέν άλλο ηγάπα ειμή το φως, την αύραν, τα άνθη και την εργασίαν. Ο προς την οικογένειαν των χαλκέων σύνδεσμος αυτής δεν ήτο στοργή.
Εις μάτην άλλη μήτηρ έδιδεν ωσαύτως τον σπόρον εις τον υιόν της να τον φέρη την μεγάλην Παρασκευήν εν τω ναώ, όπως αγιασθή πριν ανοίξη. Ουδεμία κόρη εκλάδονεν .
Ο άνθρωπος ούτος υπήρξεν ο μόνος όστις μοι απέδειξεν ότι το ψεύδος στομούται ενίοτε και καθίσταται ανίσχυρον όπλον. Μέχρι του καιρού εκείνου είχον καλλιτέραν ιδέαν περί της χρηστότητος του μέσου τούτου. — Εκεί είνε; επανέλαβεν ο άγνωστος. Και τούτο λέγων, ώρμησε διά ν' ανοίξη την θύραν, ην μοι εδείκνυε, την θύραν του θαλάμου, εν ώ ευρίσκεσο, κόρη μου.
Άλλα απ' τα φύλλα κατά γης σκορπάει τ' αγέρι, κι' άλλα προβάλλουν με την άνοιξη στα φουντωμένα δάση· έτσι κι' οι άντρες άλλοι παν και ξαναβγαίνουν άλλοι.
Άλλως τε δε, και αν και επεχείρει να την αρπάση από τον δρόμον, ήτο φόβος να προφθάσουν οι χωριανοί και την αποσπάσουν από τα χέρια του. Το ασφαλέστερον ήτο να την κλέψη μίαν νύκτα από το σπίτι' ν' ανοίξη ή να σπάση την θύραν και να την αρπάση.
Έσβυσ' εκείνη η φλόγα της. Πλην μες 'ς τα σωθικά της Καίει μια άσβεστη φωτιά, Που καρτερεί μια 'μέρα Ν' ανοίξη μια τρυπούλα της, Να πάρη 'λίγο αέρα, Να βγάλη φλόγα τρομερή Και πάλι η φωτιά της. Πόσαις φοραίς απ' ταις 'ψηλαίς Του γέρου Πίνδου ράχαις Αγνάντεψα την καταχνιά Μακρυά, 'ς την Άγια Μαύρα, Και είπα ότι άναψε Και πάλ' εκείνη η λάβρα, Κ' είπα πως πάλι άναψαν Του Έλληνος η μάχαις! . . .
Ενώ, φίλε μου, ανεγινώσκοντο αυτά, τοιαύτη στενοχώρια εντροπίας με κατείχεν, ώστε με περιέλουεν ιδρώς και κατά το λεγόμενον ηυχόμην ν' ανοίξη η γη και με καταπίη. Οι άλλοι όμως εγελούσαν δι' εκάστην περικοπήν της επιστολής, μάλιστα εκείνοι οίτινες εγνώριζον τον Ετοιμοκλέα ως άνθρωπον ηλικιωμένον και θεωρούμενον σοβαρόν.
Ένας λοχίας τους λέγει, πως πρέπει να περιμένουνε, πως ο διοικητής δε μπορεί να τους μιλήση, πως ο αιδεσιμώτατος πατήρ της επαρχίας δεν επιτρέπει σε κανέναν Ισπανό ν' ανοίξη το στόμα του, παρά μόνο επί παρουσία του και να μείνη περισσότερο από τρεις ώρες στον τόπο. —Και πού είναι ο αιδεσιμώτατος πατήρ της επαρχίας; είπεν ο Κακαμπός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν