Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα.
Μονάχα ο Χρόνος, που περνάει ολημερίς μπροστά του, Έγραψε μέσ' στο μάρμαρο μαζί με τ' όνομά του: »Χαρά στην νια την ώμορφη που η Μοίρα θα της δείξη Το σιδηρόχορτο να βρη, την πόρτ' αυτή ν' ανοίξη. Ν' αγκαλιαστή το μάρμαρο, σιμά του ν' αγρυπνήση Σαράντα δυο μερόνυχτα, γλυκά να το ξυπνήση!» Είνε παλάτι ερημικό κι' απόκλειστο η καρδιά μου, Μαρμαρωμένον βασιλιά βαστάει τον Έρωτά μου.
Αν όμως εσκληρύνετο και δεν ήθελε να τη ανοίξη, τότε η γραία από των ικεσιών μετέβαινεν εις τας επιπλήξεις και παραινέσεις. — Τόσον σκληραίς και αδιάκριταις είσθε! Μη το παίρνετε απάνω σας. Ο κόσμος είνε σφαίρα και γυρίζει. Κ' εγώ είδα χρόνια, κ' εγώ είδα ευτυχίαις. Μην είσθε παράξεναις. Θα το μετανοήσετε. Και σεις θα γεράσετε. Εις αυτόν τον κόσμον είδαμεν δα πολλά.
Ο άνεμος ετράπη εις βόρειον καθαρόν ως εν χειμώνι, μετά ψύχους και ψεκάδων χιόνος. Η σκούνα επροχώρει πλέον με βόλταις. Κατεκλίθην επί μικρόν. Αλλά παρά το ους ειργάζετο κλέπτης ν' ανοίξη την κλειδαριάν. Το κύμα, προσπίπτον εις την πλευράν του πλοίου από του φοβερού λαίλαπος, απετέλει τον κρότον εκείνον του νυκτοκλέπτου.
— Όχι, εφώναξε με μανία ο Στέφανος. Τα σκοτεινά δε μ' αρέσουνε· το σπίτι πρέπει ν' ανοίξη. Και με όλη του τη δύναμι πέφτει απάνω στον ένα σύντροφο, τον ρίχτει κάτω, αναποδογυρίζει το σοφρά με τα φαγιά και τα κρασιά και κινά, τρικλίζοντας, κατά το μέρος που ήταν οι γυναίκες. Ο γέρω Μαρούπας τρέχει τότε και τον αρπάζει από τη μέση και με πολλά παρακάλια και μάτια μου και φως μου, τον ησυχάζει λίγο.
ΔΑΦΝΙΣ Εκεί που πηγαινώρχεται πεντάμορφη η Νεράιδα, εκείνε πάντα η άνοιξη, πάντα βοσκές, και πάντα απ' τα μαστάρια αστείρευτα τα γάλατ' αναβλύζουν και τρέφουν τα νιογέννητα· μα όταν εκείνη φεύγη, στεγνώνουν και μαραίνονται γελάδες και βουκόλος.
Συλλογίστηκα απλούστατα πως είναι πολύ νωρίς να γυρίσω στην Αθήνα. Δε βλέπεις; Οι ζέστες ξαναρχίσανε. Νομίζει κανείς πως ξαναγυρίζομε στην άνοιξη, ενώ έχομε μπροστά μας το χειμώνα. Εγώ έβαλα πάλι τα καλοκαιρινά μου. Να, κύτταξε!... ΑΝΘΥΠΟΛ. — Χμ! Μην εμπιστεύεσθε πολύ σ' αυτή την Άνοιξη, κύριε Φλέρη. Το φθινόπωρο είναι άπιστη εποχή. Νομίζω πως δεν κάματε καθόλου καλά να βάλετε τα καλοκαιρινά σας.
Αδύνατον να την υπολάβη τις Αγγλίδα, πριν ανοίξη το στόμα της. «Έπιε νερόν του Σηκουάνα η Αγγλίς αυτή», μ' έλεγεν ο ίδιος εκείνος φίλος μου, και νομίζω ότι δεν είχεν άδικον. Φαντάζεσαι τώρα ευκόλως, εις ποίας υπερβολάς ωθεί καθ' εσπέραν ο ενθουσιασμός το ευφάνταστον και ενθουσιώδες κοινόν των Αθηνών.
Εσυγύριζεν η Μαριώ, έπλυνεν ολίγα φορέματα των μικρών της, διώρθονεν άλλα, ήρχιζε το πλέξιμόν της, . . . αλλ' ο καιρός δεν παρήρχετο. Τι να κάμη; Της ήλθεν όρεξις ν' ανοίξη το βαρύ εκείνο κιβώτιον, και να ιδή ολίγον, να ιδή μόνον — τα τάλληρα του σάκκου. Ποτέ της δεν είχεν ιδεί πολλά μαζή, . . . ουδέ ολίγα, η αγαθή γυνή.
Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με ταις πραμματειαίς επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξη το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κ' έρριψε την κάππα του εις της θειας μου το σπίτι, στο Κρυονερό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν