Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Ποίος είν' εκεί, μα του άλλου διαβόλου το όνομα! — Θα ήναι μα την πίστιν μου, κανείς διπρόσωπος, απ' εκείνους οπού σου πέρνουν όρκον, ότι το άσπρο είναι μαύρο και το μαύρο άσπρο, — κανείς άξιος να πωλήση και την ψυχήν του διά την αγάπην του Θεού, και όμως δεν κατώρθωσε να τον γελάση τον Θεόν διά να του ανοίξη την πύλην των Ουρανών. Κόπιασε μέσα, διπρόσωπε!

Ώρες πολλές μπορούσαμε να περπατούμε στο στενό μονοπάτι, που έφερνε από το κοκκινοβαμένο σπίτι μας κάτω στην ακρογιαλιά και κάθε βράδι μέναμε στην αποβάθρα πολλή ώρα κι ακούγαμε το θόρυβο των κυμάτων, που τώρα αχούσε ησυχότερος παρότι την ανήσυχη άνοιξη, μα και τραχήτερος μαζί.

Και μέσα στην καρδιά του δάσους του μεγάλου, κατάμεσα στη φύση που θ' αναγεννάται ολάκερη, και που θα κάνη την αγάπη, μέσα στον έρωτα των αγριολουδιών και στη δροσιά του χορταριού, μέσα στο μεθύσι των ψηλών βελανιδιών και στο μισοφωτισμένο βάθος μέσα του ανοιξιάτικου δάσους, θα μ' ανοίξης την αγκαλιά σου, ωραία άνοιξή μου, συ...

Μοσχοβαλάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει 'Στον κόρφο της η άνοιξη, σαν νάτανε παιδί της. Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.

Βέβαια ο Μάχτος είνε, διενοήθη η Αϊμά, μεμφομένης εαυτήν επί τη δυσπιστία της. Ο ψευδής Μάχτος κατέβαλε τελευταίον αγώνα, όπως θραύση το σιδηρούν εκείνο εμπόδιον, και τέλος απηλπίσθη. — Τώρα, έλεγε καθ' εαυτόν, μία μόνη ελπίς μένει, να εξυπνίσω τον θυρωρόν, να τον απειλήσω, να τον βιάσω να μου ανοίξη την μεγάλην πύλην. Αλλ' ω! Τούτο είνε δύσκολον.

Κι η γριά, που δεν είχε ανοίξη ακόμα το στόμα της, ακολουθώντας πίσω το γέρο της, με τη φωνή πνιγμένη απ' το λαχάνισμα, μουρμούρισε: — Βρισκόμαστε, που λες, για να μη.. για να μη τον φαν' οι λύκοι σαν τύχη και ξεπέση κανένας χριστιανός από δω......,

Μα όταν ερχόταν η άνοιξη και το νερό άρχιζε να τρέχη από τη στέγη στην αυλή, ο Σβεν λησμονούσε όλα τάλλα, εξόν από το πως είταν ένα μικρό αγόρι, που ήθελε να πηγαίνη βαθιά στο δάσος.

Κρατημένες απ' το χέρι η δυο αδερφές πήγαιναν κάτω απ' τα δένδρα. Φορούσαν δυο καπέλλα φορτωμένα με μια φριχτήν άνοιξη από πανί που έρριχνεν άνθη και καρπούς στα γηρατειά των. Τα ίδια καπέλλα, τα ίδια λουλούδια, ούτε ένα λιγώτεροτόσο ήταν αγαπημένες. Η ίδιες ρυτίδεςτόσο ήταν αγαπημένες!

Πριν ανοίξη ακόμη την θύραν η Αφέντρα ηκούσθη έξωθεν γυναικεία φωνή απορηματική·Τι κλειστήκατε, θα-πω, μέσα; ακόμη δεν ενύκτωσε. Δεν ήτο ο Αγάλλος. Η Αφέντρα εγνώρισε την φωνήν. Ήτο η μήτηρ της.

Εγώ εκείνη την ώρα εδιπλοπαρακάλουν ν' ανοίξη η θάλασσα να με καταπιή. Όσο αισθανόμουν απάνω μου το αυστηρό βλέμμα του ησυχία δεν εύρισκα. Έτρεχα βιαστικός, τάχα πως είχα δουλειά, από τη μιαν άκρη στην άλλη, εκατέβαινα στην πλώρη, ανέβαινα στο κάσαρο, επέρναγα στις στραλιέρες, έπιανα τον αργάτη, εδούλευα την τρόμπα για να τον αποφύγω.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν