Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Με τον καιρό το μεγάλο τετράγωνο κεφάλι του εβούλιαξε ανάμεσα στα δυο καρβέλια κι' ο Γιαννάκης άρχισε να μεγαλώνη στα χρόνια, χωρίς να μεγαλώνη και στο μπόι. Οι γονείς του, σαν τον βλέπανε, λέγανε απομέσα τους. — Δεν πεθαίνει το καϋμένο να ησυχάση απ' τα βάσανα; Τι τη θέλει τη ζωή ;...
ΛΗΡ Από τον τάφον διατί με θέλετε να έβγω!... Ψυχή μέσ' 'ς τον παράδεισον συ είσαι... κ' εγώ είμαι εις ένα πύρινον τροχόν δεμένος, και με καίουν ωσάν λυωμένον μέταλλον τα δάκρυα που χύνω! ΚΟΡΔ. Μ' αναγνωρίζεις; ΛΗΡ Είσαι συ ψυχή. Εγώ το 'ξεύρω. Πότε απέθανες και συ; ΚΟΡΔ. Ακόμη συγχυσμένα, ακόμη! ΙΑΤΡΟΣ Δεν εξύπνησεν όλως διόλου. Έλα, να ησυχάση άφες τον.
Είτε κατά την αγοράν των αρνίων, είτε κατά την περιοδείαν των εις τα οινοπωλεία, οι φίλοι μεταξύ των άλλων θα ομιλήσουν και περί αυτού· θα το μάθη ο Νάσος και η Μπήλιω και τότε δεν ήτο να μείνη πλέον εκεί μεταξύ των. — Γρήγορα θα φύγω κ' εδώθε· εσκέφθη μετά πικρίας. Και με αυτήν την σκέψιν δεν ηδύνατο να ησυχάση καθ' όλην την ημέραν.
Την στιγμήν εκείνην η θεια-Αννούσα, θαρρούσα ότι οι δύο εκείνοι άνδρες θα προσπεράσουν προς την πρώραν, έκαμνε την προσευχήν της να κατακλιθή και αυτή και ησυχάση, ζαλισμένη από την αέναον κίνησιν των επιβατών και εκ των υποχθονίων κρότων, ως να εκρημνίζοντο σπίτια κάτω εις το κύτος του πλοίου αλλ' ο ξένος, ον ωδήγει ο γηραλέος ναύτης, αντί να προσπεράση, εστάθη εκεί, εκάθισεν επί του κυλίνδρου των καραβοσχοίνων μετά θάρρους, και κύψας ανηρεύνα τα χαρακτηριστικά της θεια-Αννούσας.
Και απλή περιέργεια αν ήτο το συναίσθημά της, έπρεπε να μεταβή πλέον η Θωμαή εις Αθήνας. Να βεβαιωθή και να ησυχάση. Να τον συναντήση. Να έλθη εις εξηγήσεις μετ' αυτού και μάθη τι είνε το αίτιον της απομακρύνσεώς του και της σιωπής του. — Η θεια-Αννούσα, έλεγε προς την μητέρα της, το ξεύρω ότι φαντάζεται, σαν γρηά όπου είνε, μα οι άλλοι; αδύνατον να εγελάσθηκαν όλοι.
Και ως να ήθελε να την παρηγορήση την γραίαν, να ησυχάση κ' εκείνη και αυτός, είπε: — Πήδε 'θ τον Πεδαία ο Δαδεμήτδος, να φέδη αδεύδια ταϊγανίθα. Ασπρισμένον, ξεσκονισμένον, συγυρισμένον τα μαγαζάκι του Λαλεμήτρου, μάτην ανέμενε τους σάκκους του αλεύρου και αυτόν τον αλευράν.
— Τι λες, παιδί μου; Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη η φωνή του Στάθη καλούντος έξωθεν της θύρας· — Μάννα! . . . μάννα! . . . — Ποιος φωνάζει; Εσύ είσαι, Στάθη; Και η Ασημήνα προέκυψεν εις το παράθυρον. — Πες του Θανάση, εγώ τώχω το πορτοφόλι, και να ησυχάση. Και αφού είπε τούτο, ο Στάθης απεμακρύνθη. Ο Θανάσης εν μέρει μόνον κατεπραΰνθη. — Γιατί δεν ήρθε μέσα;
Εχάρην ενδομύχως διά τον διορισμόν μου, εδίσταζα δε κατ' εμαυτόν, εις τι να τον αποδώσω; Εις τον φαλαγγιτικόν βαθμόν μου, ή εις τας συστάσεις του θείου μου; — Παιδιά, εξηκολούθησεν ο αρχηγός με φωνήν σοβαρωτέραν, πάρετε τον υπασπιστήν να ησυχάση ολίγον, διότι το απόγευμα... Θεός ηξεύρει.
Αλλά τα σατανικά λόγια τους μου τάραξαν την καρδιά, και μόνη η αναχώρησίς σου θα με ησυχάση. Φεύγα. Και βέβαια πάλι θα σε καλέσω σε λίγο. Πήγαινε, πάντοτε αγαπημένο παιδί μου!» Όταν οι προδότες έμαθαν το νέο: Έφυγε, είπαν μεταξύ τους, έφυγε ο μάγος, διωγμένος σαν λωποδύτης.
Ο Μιχαληός ο Μακαράς κούνησε το κεφάλι του. — Τρομάρα να τούρθη! Είνε και κουνιάδος μου. Δεν τον έπαιρνε καλύτερα ο Θεός να ησυχάση! είπε σιγαλά μέσα στα δόντια του. Κάτω στο μώλο, μέσα στο σούρουπο — είχε πάρει πια να βραδυάση — φάνηκε ο Αγγελής, με το μακρύ του καπότο, τον κούκο κατεβασμένον ως τα μάτια, δρασκελίζοντας παράξενα το ίσωμα, σαν να πηδούσε λιθάρια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν