Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Είπε, κι' αμέσως χύθηκε να γδύσει τον Κεβριόνη· θεριό 'ταν λες που χύνεται βουστάσι να ρημάξει, μα απ' αφοβιά του χάνεται τι το βαρούν στα στήθια· σαν έτσι, Πάτροκλε, όρμησες με λύσσα στον Κεβριόνη.

Αφού όμως πρέπει να μελετάται εις τα τοιαύτα η ανδρεία και η αφοβία, τότε πρέπει να εξετάσωμεν μήπως άραγε τα αντίθετα πρέπει να θεραπεύωνται με τα αντίθετα. Αυτό είναι λογικόν βεβαίως.

Τα μάντεψε η γριά. Ο Μιχάλης, μεθυσμένος τώρα όχι από κρασί παρ' από τον ερεθισμό τέτοιας ματοκύλιστης μέρας, είνε αλήθεια πως δεν πολυπονούσε αυτή την ώρα η καρδιά του. Σαν πυργώση ένα κακό, φεύγει ο ψυχόπονος κ' έρχεται η αφοβιά της απελπισιάς. Τέσσερα φονικά μέσα σε μια μέρα, και τα δυο από το τουφέκι του, και τόνα αδερφικό, κι ως τόσο σίδερο η καρδιά του. Ταυτί του δεν έδρωνε.

Και στάθηκε η Αμάχη ομπρός στα πλοία του Δυσσέα, πούταν στη μέση κι' άκουγες καλά απ' τα διο τα μέρη, 5 δεξά απ' τα ξυλοκάλυβα του Αία, και ζερβά σου απ' τ' Αχιλέα, πούσυραν τα τρεχαντήρια οι διο τους στις διο άκρες της απλογιαλιάς απ' αφοβιά και θάρρος· εκεί η Αμάχη στάθηκε και σκούζει και στριγγλίζει 10 άγρια, και σ' όλων την καρδιά των Αχαιών πυρώνει το θάρρος, για να πολεμάν κι' ακούραστοι να σφάζουν.

Κι' ο Φοίβος πάει ως στων στρατών και χώνεται την πύκνα, κι' άσκημη ρήχνει ταραχή στων Αχαιών τους λόχους, μα δόξα δίνει κι' αφοβιά στον Έχτορα στους Τρώες, 730 κι' άξαφνα γύρισαν γραμμή τους Αχαιούς να φάνε, 552 μ' ομπρός ομπρός τον Έχτορα, το φοβερό λιοντάρι. Αφτός καθ' άλλον άφινε οχτρό και δε βαρούσε, 731 κι' ίσια στον Πάτροκλο όρμησε.

Διότι βεβαίως, εάν μόνον δημοκρατία υπήρχε εις αυτήν από ελευθέρους άνδρας, δεν θα ήτο τόσον πολύ κακόν το πράγμα. Τόρα όμως εις ημάς, εις τον τόπον της μουσικής, ήρχισε η δοκησισοφία όλων εις όλα και η παρανομία, την ηκολούθησε η ελευθερία. Διότι εγίνοντο άφοβοι, ωσάν τάχα να την εγνώριζαν, η δε αφοβία εγέννησε την αναίδειαν.

Και έσκυψε κάμποσο για να μπη μέσα ένας χωρικός, σαραντάρης άνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ο γνωστός Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος για την αφοβία και για την τέχνη του να γελά την εξουσία. Είχε μαζή του έναν βοηθό και το παιδί του, το Βαγγελάκι. — Πολύ αργήσατε, είπεν ο γούμενος. — Δε λες πως ήρθαμε! είπεν ο χωρικός. — Πώς μαθές; αρώτησεν ο γούμενος.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν