Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Ας έμενες εις την Αζόφ κι' ας είχα και συνάχι, κι' ως Κάιν ας 'τουρτούριζα εις παγετών στιβάδας· συ, Βέρα, ήσουν έμπνευσις, συ Μούσα μου μονάχη, και την φυγήν σου έκλαυσα με Ιερεμιάδας. Και ήκουα των ποιητών και πάλιν τας φωνάς: «Πώς τον καιρό σου, μ' έλεγαν, εδώ αδίκως χάνεις; τι κάθεσαι, ταλαίπωρε, κι' αέρα κοπανάς; συ εγεννήθης ποιητής, για έμπορος δεν κάνεις.

Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαιτον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου.

Είναι πλούσιοι; Πόσα έχουν;» «Ούτε αυτοί, τι κάθεσαι και λες τώρα; Ίσως ο Μιλέζος, αλλά με δίκαιο διάφορο∙ τριάντα τοις εκατό, όχι παραπάνω….» «Και αυτό είναι δίκαιο διάφορο; Τότε τι είναι τα άλλαΤότε η Νοέμι έσκυψε στο τραπέζι και ψιθύρισε: «Και χίλια τα εκατό… Και καμιά φορά περισσότερο».

Είμαι φτωχός άνθρωπος, απήντησε διά κλαυθμηράς φωνής ο Τρέκλας, ιδών ότι δεν ηδύνατο του λοιπού να υποκρίνεται τον νεκρόν. — Και τι κάμνεις εδώ; — Κοιμάμαι, απήντησεν αστείως ο Τρέκλας. — Πώς ευρέθης εδώ, τέτοιαν ώραν; — Εδώ έτυχε να νυκτωθώ, απήντησεν ψευδόμενος ο Τρέκλας. — Μήπως είσαι υπηρέτης του μοναστηρίου; — Είμαι κηπουρός. — Λοιπόν εδώ κάθεσαι, και μη λέγης ότι έτυχες.

Με τον καπετάν Κωνσταντή! ήρξατο γελών ο ναύτης. Με τον αναποδιασμένον; και κάθεσαι και καρτερείς, θεια Σπύραινα! Θα τον θύμωσαν οι ναύταις, θα τον πείραξεν ο Γεωργάκης, ως χορατατζής που είνε, και θα την έσπασε την παληο-καϊάσα. Ξέρεις τι αναποδιασμένος που είνε; Καλά Χριστούγεννα, Θεια-Σπύραινα!

Ερχομένη εις την άμπελον εθεώρει αμαρτίαν να μείνη αργή. Πάντοτε ήθελεν ανακαλύψει εργασίαν τινά. — Ου, θα πω, και συ! την επείραζον ενίοτε αι θυγατέρες της, δεν κάθεσαι μια μέρα να ξαποστάσης!

Ώ ναι! εις της Λητούς το γυιό μιλώ, εσένα, ——όπου κάθεσαι στης γης τη μέση και στους θρόνους τους χρυσούς, κι' αφίνης τα μαντέματα να——φθάση έως την ακοή σου η φωνή μου.

Τώρα όμως κάνε μου τη χάρη, σήκω και φύγε.» «Ντόνα Νοέμι;» «Λοιπόν, τι τρέχει πάλι; Σήκω, μην κάθεσαι γονατιστός εκεί πέρα, με σταυρωμένα τα χέρια! Είσαι ηλίθιος!»¨ «Μα ντόνα Νοέμι, τι έχετε πάθει; Αρνείστε;» «Αρνούμαι.» «Αρνείστε; Μα γιατί, ντόνα Νοέμι μου;» «Γιατί; Το ξέχασες; Είμαι γριά, Έφις, και οι γριές δεν αστειεύονται με τη θέλησή τους.

Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα «Καλέ, τι κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; Και τόσο δα δε σ' αρωτώ, δε σε ζαλίζω ως τώρα, μόνε ότι θέλεις, ήσυχος μπορείς και συλλογιέσαι.

Μόνο τάρμενα που τούλειπαν. Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι. — Δεν πας να γύρης, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι; — Σ' αφίνει να κοιμηθής κι' αυτή η τρελλονοτιά; Λες και θα γκρεμιστή το σπίτι! είπε η Ουρανίτσα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν