United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κατές είντα μούπε; Σε 'δε, λέει, πως δεν είσαι καλός χριστιανός, γιατί πήαινες να δουλέψης μέρα σκόλη, και γιαυτό 'βαλε στο νου του να σε κάμη Τούρκο. — Η αμαρτία, μουρμούρισε η Σιφογιάννενα. — Δε σας είπα πως ο Μόχογλους δεν είνε κακός; Μαγάρι νάσαν κιάλλοι Τούρκοι σαν κιαυτόν. Μόνο να μην είνε στα μεράκια και τα μπουριά του. Ώστε να με δη, ένιωσε γιατί πήα κιάρχιξε να γελά.

Κεπειδή όλοι γνώριζαν την αγάπη μου, με κύταζαν με πονηρή περιέργεια. Κένας απ' έξω από το χορό μούπε μια πειραχτική μαντινάδα: Ξανοίξετε το μπόι του, δέτε και τη θωριά του, Και θέλει κιαγαπητική, διάλε την αθρωπιά του. — Απηλοήσου του, μου ψιθύρισε κάποιος από δίπλα μου.

Αλλ' ως να φοβήθηκε τη μάνα μου, πούχε προβάλει στην πόρτα, μούρριξε μόνο μια πονετική ματιά και πέρασε χωρίς να μου πη λέξη. Η μητέρα μου ήρθε 'κεί πούκλαιγα και μούπε, με χλευαστική φωνή τώρα: — Γιάε κλαίει και δεν ντρέπεται! Γιάε άντρας!

Κλάφτηκε τότες τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, μα θεό δεν έχει να με σώσει οχ το ποτάμι τώρα εδώ; Στερνά ότι πάθω ας πάθω. Μα δε μου φταίει άλλος κανείς θεός απ' τα ουράνια, 275 παρά μου φταίει η μάννα μου που με γελούσε η έρμα, και μούπε, κάτου απ' το τειχί των ασπιστάδων Τρώων πως τάχα από φοιβόσταλτες θα σκοτωθώ σαΐτες. Ας μ' είχε αχσφάξει ο Έχτορας, το πρώτο εδώ κοντάρι!

Και να τους γκρεμίσης απ' τη σκάλα! αποτελείωσε ο Βαγγέλης. — Δεν τώκανα, είπε ο Γιώργης, είμαι μαλακός, βλέπεις.., — Αυτός τι σούπε; ρώτησε πάλι ο Μήτσος. — Τι να μου πη; Σηκώθηκε, πήρε τη σκούφια του και κίνησε να φύγη, δίχως να καλονυχτίση. Και στην πόρτα κοντοστάθηκε και μούπε: «Τι να σου κάνω, κακομοίρη; Ήξερα να σου μιλήσω σαν πρόστυχος που είσαι και φαίνεσαι.

Δε μούπε κιαφέντης μου είντα τα θέλω τα χέρια και τάχω; Έπειτα κατέβη εις την ράχιν: — Καλλίτερα να τόνε δείρω σα γάιδαρο. Συγχρόνως δεν έπαυε να περιστρέφεται εις το πνεύμα του το σκοτεινόν πρόβλημα· τι να ήτο το δέσιμο με το οποίον τον εφοβέριζεν ο Τερερές; Ο δρόμος τον έφερε προ της οικίας του Θωμά.

Φυλάκιση κουμπάρε μου.. Μούπε μάλιστα να του το χρεωστώ και χάρη που δεν την έβαλεν α υ σ τ η ρ ά. Θάχω όλη την ελευθερία να γυρίζω στο καράβι, κι' από δουλειά τίποτα. — Καλός είσαι και συ!

Νερό μονάχα εγύρευε· τώδινα εγώ 'ςτά χέρια, Έπινε με χαμόγελο, κ' εχάνονταν 'ςτά δέντρα..... Απόψε επαραθάρρεψε και μούπε ... λόγια αγάπης. Εγώ τον μάλωσα βαρηά, κι αυτός μ' απολογήθη Και μούπε με παράπονο πώς άρρωστος θα πέση, Και σαν το μάθη η μάνα του, θε να μου κάμη μάγια... Κρύψε με, μάνα μου βαθειά και πρόλαβε τα μάγια.

Κανένας, μη θυμόνης... Είδα κ' εγώ τη μάνα σου απόψε ’ς τώνειρό μου Και μούπε νάρθω να σ' ευρώ και να σού 'πώ, Θανάση, Που αν χαλαστούμε σήμερα, θα να δειλιάση ο κόσμος Και θα χουμήση η Αρβανιτιά πυκνή σαν την ακρίδα, Και τάλογο του Ομέρπασα ποιος θα τ' αποστομώση; — Ο γυιός του Ανδρούτζουτη Γραβιά!!...

Μα τώρα ότι με ζύγωσε κάπιος θεός, και μούπε το Δία, ολόπρωτο οριστή, πως μας συντρέχει πάντα· έτσι όλοι ας τρέξουμε ίσα ομπρός, και δίχως πετσοκόπι 340 ας μην τον πάνε οι σκυλοχτροί τον Πάτροκλο ως στα πλοίαΕίπε, και πρώτος χύνεται μπροστά μπροστά και στέκει κι' όλοι γυρνάν και τους οχτρούς με θάρρος αντικρύζουν.