Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Δε σούπα πως δε μαφήκε να τση σιμώσω και πως μου παράγγειλε να μη ξαναπάω παρά μια βολά γι' αποχαιρετισμό; — Εγώ, παιδί μου Γιώργη, μόνο για τη ζωή σου φοβούμαι· μα σαν κατέω πως θάχης το νου σου, να πας, παιδί μου. Δε σεμποδίζω. Μόνο να θυμάσαι να μην κάτσης πολιώρα. Μείναμε σύμφωνοι, αλλά την άλλη μέρα μούπε ξάφνου: — Κατές είντα συλλογούμαι απ' οψές; Αν ήθελες να πας πάλι στον Άη Θωμά.

Δε συλλογιέμαι εγώ καμιά μαντολογιά που ξέρω, 50 λόγο δε μούπε η σεβαστή μητέρα μου απ' το Δία· λάβρα όμως τόχω της καρδιάς, πάει να μου φέρει φρένια, όταν κανείς τον ίσο του να παραπάει γυρέβει και πίσω αρπά του το πρεσβιό, τι πιό 'ναι δυνατός του.

Πάλι βρήκα την άρρωστη το βράδυ κάτω από την πορτοκαλιά καθισμένη και με το καπότο στις πλάτες. Έκαμε νανασηκωθή, άμα μείδε, και μούπε μανησυχία: — Είντα! μισεύγεις από 'δα στη χώρα; — Όι, θα πάω στον Άη Θωμά κήρθα να σου το πω. Μα θα γιαγείρω πάλι στο χωριό, μη θαρρείς.

Κι' έκραξε αφτού τη σεβαστή γιριά του και της είπε. «Γυναίκα, εδώ 'ρθε του Διός μηνήτρα οχ τα ουράνια, και μούπε πως στα γλήγορα των Αχαιών καράβια να πάω το λατρεφτό μας γιο να ξαγοράσω ο ίδιος 195 με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα.

Αν δεν ήμουν τόσο μικρός, θα διάκρινα ίσως ένα μικρό δισταγμό ατή φωνή της όταν μούπε: — Δεν τον αγαπώ... καθόλου. Το Βαγγελιό είπε ψέμα, γιατί το Γιάννη τον αγαπούσε. Ο Γιάννης όμως δεν την αγαπούσε αληθινά ή άλλαξε γνώμη και μετά κάμποσον καιρόν αρραβώνιασε άλλη.

Και το Βαγγελιό: — Να, είπε, εδά' σαι άντρας! Κείντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου! Με κύταξε καλά καλά, για να δη, φαίνεται, τη μεταβολή πούχα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα πούλειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε: — Όλο και μεγαλόνει. Έπειτα ευθύς μούπε: — Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανής, αν και κάτεχα πως δε θαρχόσου...γιατί δε θα σαφήνανε ναρθής.

Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον. — Κατά τον καιρό! Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής. — Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως βύσσινον ο μαύρος οίνος.

Ο νοικοκύρης του σπιτιού, που μ' είχ' αφήση για μια στιγμή, μπήκε επί τέλους στην κάμαρα: — Με συμπάθειο π' άργησα, μούπε. Έχουμε ανακατωσούρες απόψε, κοιλοπονάει η φαμελιά μου. Και κάθησε κοντά μου με το ψηλό τ' ανάστημα, καμπουριασμένο, το χλωμιασμένο πρόσωπό του ανήσυχο.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν