Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε·Μα πούναι ο πατέρας τους; — Εμένα 'ρωτάς; είπεν η Γιαννού. — Δεν φωνάζεις; . . . Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου . . . Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.

Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα! — Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης, ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά; — Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι σου ήλθε; — Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος εισερχόμενος.

Τότε ο Έφις τον κοίταξε από κάτω προς τα επάνω με πόνο και περιφρόνηση. «Έχεις μούτρα και το ρωτάς; Και γιατί βρίσκεσαι τότε ακόμη εδώ εάν δεν ξέρεις τι έχεις κάνει; Εγώ δεν θα σου πω τίποτα, δεν θα σου ζητήσω τίποτα γιατί δεν έχεις τίποτα. Ούτε καρδιά δεν έχεις! Ήρθα μόνο να σου πω ότι δεν πρέπει να ξαναπατήσεις το πόδι σου στο σπίτι τους!» «Δεν χρειαζόταν να κάνεις τον κόπο!

Καλό κατευόδιο, πατέρα μου, είπε. — Γιατί, παληόπαιδο, δεν πήγες μαζί; τον ηρώτησεν η Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι. — Για να ρωτάς εσύ, απήντησε θρασύς ο Πάπος. — Και πού θα ερμοκατιάσης το βράδυ να ψοφολοήσης; Ο πατέρας θα πήρε μαζί το κλειδί του σπιτιού σας. — Έρχομαι στο σπίτι σου, θεια-Σειραϊνώ, που έχει τους τρεις τοίχους και τη μισή σκεπή, απήντησε πανούργως ο μάγκας.

Αν ρωτάς για τους ανέμους, αισθανόταν το φύσημά τους τρεις ώρες πριν κινήσει το πρώτο φύλλο. Θάλασσα, ουρανός, στεριές, άστρα, σύγνεφα, του ήλιου ανατολή και βασίλεμα δεν είχαν γι' αυτόν κανένα μυστικό. Εμιλούσαν στην ψυχή του μέσα. Και δεν τον έφταναν μόνον αυτά· ήθελε περισσότερα. Ήθελε πάντα να μαθαίνη τα μακρινά. Όπου δεν έφτανε το μάτι επετούσε περίεργη η φαντασία του.

Είχε πάντα την πονηρία ν' αρχίζη με φούριες για να σκεπάζη την παρουσία του, που ήξερε και μόνος του πως δεν ήταν ευχάριστη, και να τελειώνη με γλύκα και ταπεινοσύνη. — Αν ρωτάς και για μένα, τα ξέρεις τα χάλια μου. Δεν μπορώ να κρυφτώ.

Φαριά αν ρωτάς, να κάτου εκεί στο ριζοβούνι στέκουν της Ίδας, άξια να με παν από στεριά και κύμα. Ήρθα εδώ τώρα ως στο βουνό για σένα, τι δε θέλω να μου θυμώσεις ύστερα, αν έτσι, δίχως λέξη, 310 μισέψω ως πέρα στ' άπατου του Ωκιανού τον πύργο

Ένας μωρίζει τη ζωή, ό,τ' είπε θα να γένη. Πώς με ρωτάς, Ομέρπασα;... Το χέρι το δεξί μου Τώχασα χτες μεςτη φωτιά. Με τάλλο ωρφανεμένο Δε θα χορταίνω σκοτωμό. Με φτάνει το ζερβί σου.

Δεν βλέπεις τους αστυφύλακας πώς στέκουντην αράδα, σαν τους νιουδαίους, να συλλάβουν τον Χριστόν; Εκεί για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια πιθαμή κολλάρο. Εσύ είσαι πρωτόβγαλτη και δεν τα ξέρεις αυτά. Έχεις δίκαιον. Μα δεν ρωτάς εμένα;

ΚΡΕΟΥΣΑ Ως εδώ η ευτυχία φθάνει, ω άγνωστε, μα δεν τραβά κι' ακόμη παρά πέρα. ΙΩΝ Αυτά που λεν' οι άνθρωποι αληθινά είνε τάχα; Πες μου, για όνομα θεού! ΚΡΕΟΥΣΑ Για ποιό ρωτάς, ω ξένε; πες μου να μάθω. ΙΩΝ Απ' τη γη εβγήκε του πατέρα σου ο πρόγονος; ΚΡΕΟΥΣΑ Αληθινά• ο Ερεχθόνιος ήταν αλλά το γένος τι ωφελεί; ΙΩΝ Η Αθηνά τον έβγαλεν από τη γη;

Λέξη Της Ημέρας

λογαριαστήκαμε

Άλλοι Ψάχνουν