Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Κύττα τον, κύττα τον πώς γελά! έλεγον οι τελούντες τα μνημόσυνον· και του έκοπτον το ήμισυ της αμοιβής. — Έχω ένα χοιρίδιον ως τρεις οκάδες.

Τι κόσμος αποτρόπαιος! . . κανείς καλά δεν ξέρει γιατί κοιμάται και ξυπνά, γιατί γελά και χαίρει σε κάθε αλλαγή καιρού . . . ψέμμα και πλάνη τα κακά, καθώς και τα καλά, ο άνθρωπος τον άνθρωπον αιώνια γελά, και ζούμε έτσι κουτουρού.

Η Νοέμι άρχισε να γελά, αλλά με ένα γέλιο ελαφρύ, τελείως διαφορετικό από το προηγούμενο μοχθηρό γέλιο. Φανέρωνε συμπόνια για τον Έφις, συμπόνια για τον ντον Πρέντου, αλλά και ικανοποίηση και γλυκύτητα. Ποτέ, ποτέ ο Έφις δεν την είχε ακούσει να γελά έτσι.

Αυτή η ομιλία του γαϊδάρου έφερε τέτοιο αποτέλεσμα οπού το βόιδι ακούοντας αυτήν την νέαν συμβουλήν του γαϊδάρου, έμεινε συγχυσμένον, και εμούγκριζε με μίαν φοβεράν φωνήν. Ο πραγματευτής ακούοντας και των δύο την ομιλίαν άρχισε να γελά εις τρόπον, οπού δεν ηδύνατο να σταματήση από τα γέλια.

Ομολογώ, ότι εκτός της βαθείας λύπης, ησθάνθην και αγανάκτησιν. Η τύφλωσις του φίλου μου με παρώργιζε. Κ' επροτιμούσα να τον ιδώ να θυμώση, να ξεσπάση, παρά να τον βλέπω να γελά ως ο έσχατος των βλακών. Αι σκέψεις αυταί υπεδαύλιζαν ολονέν τον θυμόν μου. Και τι κάμν' η γυναίκα σου; ηρώτησα αποτόμως. — Είνε πολύ καλά, με είπε. Είχε κάτι ενοχλήσεις, μα πέρασαν. — Τώρα πρέπει να ετοιμάζεται.

Δια ν' αποφύγη τα σκώμματα του κόσμου είχεν εφεύρη να γελά ο ίδιος δυνατώτερα παντός άλλου διά τας πολλάς και επιφανείς της μακαρίτριας συζύγού του απιστίας.

Η Γκριζέντα δάγκωσε τα χείλη και χτύπησε στον τοίχο για να σωπάσει η Νατόλια. «Υπάρχουν και τα πνεύματα. Τα ακούτε;» «Ω, κάποια γυναίκα χτυπάει!», είπε απλά η ντόνα Ρουθ. «Πνεύματα, ποντίκια και γυναίκες για μένα είναι το ίδιο πράγμα», απάντησε ήρεμα ο Τζατσίντο. Και η Γκριζέντα από την άλλη μεριά, ακουμπισμένη στη μεσοτοιχία, άρχισε να γελά δυνατά.

Ο Έφις άρχισε να τρέμει τόσο δυνατά που το χέρι του επάνω στο τραπέζι έμοιαζε να χοροπηδά. Τότε ο ντον Πρέντου άρχισε να γελά με εκείνο το άχαρο και όλο κακία γέλιο του αλλοτινών καιρών. «Δεν πιστεύω να θέλεις να την παντρευτείς εσύ! Για σένα έχω τη Στεφάνα, το ξέρεις

Εκείνος δε απήντησε• ποίος σου είπεν ότι φιλοσοφώ; Και απομακρυνόμενος εγέλασε δυνατά• ερωτήσαντος δε του άλλου διατί γελά, Διότι θέλεις να διακρίνωνται οι φιλόσοφοι από τα γένεια, ενώ συ είσαι σπανός.

Ο ψάλτης υπενύσταζε και έκαμνε «μετάνοιες» όρθιος στο στασίδι, κι' ο γέρο- Δημητρός, ο πρώην νεωκόρος κ' επίτροπος επί των εξωκκλησίων, χωρίς ο νους του ν' αποσπάται απ' το παγγάρι και τα κηρία, έπαιρνε «δύο τροπάρια» καθιστός στο στασίδι. Ο Γιάννης άγρυπνος δεν έπαυε να γελά.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν