Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Εταίριαζε να έμενα έως εκεί που πρέπει, και όλ' αυτά να τ' αρνηθώ· αλλά, το καθώς πρέπει ας 'πάγη τώρατο καλόν. — Με αγαπάς; — Το ξεύρω θα μου ειπής πως μ' αγαπάς, κ' εγώ θα σε πιστεύσω αλλά και αν με τ' ορκισθής 'μπορείς να με γελάσης εις απιστίας εραστών ο Ζευς γελά, μας λέγουν. Αν μ' αγαπάς, ειπέ μου το αληθινά, Ρωμαίε.

Δε βλέπεις πόσο αδυνατεί Μες την καρδιά του να κρατή Τα εδικά του μερικά Απόκρυφα συμβεβηκά, Στα ξένα πλιο τι καρτερείς; Για πονηρόν μη τον θαρρείς. Πορεύεται άκακα κι' απλά Και με ανήλικα μιαλά, Αν θέλεις, γέλα, να σου ειπώ Τον παιδιάσισιο του σκοπό. Για μυστικό αυτός νογάει Κρυφά να το κοινολογάη.

Με τον καιρό φρονίμεψε πολύ, και ήσυχος ο δάσκαλος της μένει. για έρωτας ποτέ δεν του 'μιλεί, και μόνη 'στον περίπατο πηγαίνει . . . η καϋμένη! Αλλά κανείς τα γέλοια δεν κρατεί σαν φαίνεται αυτός ο παντρεμμένος· κι' αυτός, χωρίς να ξέρη το γιατί, γελά με τους πολλούς καμαρωμένος. . . ο καϋμένος!

Ξέρω τούτος ποια ζητεί, ξέρω τούτη ποιον γελά, τίνος γάμος και γιατί έτσι έξαφνα χαλά. Ξέρω πράγματα . .. πω! πω! που καθένας θα τρομάξη· μα δεν θέλω να τα 'πω, ο θεός να με φυλάξη! Ξέρω δα κι' αφεντικά της 'ψηλής κοκεταρίας, που φιλούν τα δουλικά, για γεινάτι της κυρίας. Αλλά ξέρω και κυράδες. που 'στο πείσμα του αφέντη με κυρίους αμαξάδες πότε πότε κάνουν γλέντι.

Ου, καϋμένε Τηλέμαχε, λέγει η δεσποινίς Ασπασία, τι ανοησίαις που λες! — Κύτταξε που το πίστευσε κ' εφοβήθηκε! υπολαμβάνει ο Περδικίδης και γελά έτι θορυβωδέστερον. Έννοια σου, Ασπασάκη! έννοια σου, και ο μπαμπάς τέτοιους χωρατάδες άνοστους δεν τους κάμνει. Αλήθεια, μητέρα, δεν τρώμε; Είνε μία περασμένη. Η οικογένεια Περδίκη απέκαμε να περιμένη τον αρχηγόν αυτής και κάθηται εις την τράπεζαν.

Και σας λέγω, κύριοι μου, ότι άμα του καπνίση, Ειμπορεί, χωρίς κανένα από σας να ερωτήση, Εις τον Βίκονσφηλδ να δώση, ή εις άλλον, ελευθέρως Και την Κρήτην, και την Σάμον, κι' όποιο άλλο θέλει μέρος. Όσα, κύριοι, σας λέγω, μελετήσετε καλά, Και κανένας ας μη παίζη με αυτά κι' ας μη γελά.

Όλα λοιπόν, είπε καθ' εαυτόν, όλα θα μου έρχωνται ανάποδα! — Και ποίος είναι αυτός σου ο γαμβρός; υπέλαβεν η εξαδέλφη μετά τινας στιγμάς σιωπής, χωρίς να διακόψη την εργασίαν της. — Ο Κύριος Πλατέας. Η εξαδέλφη έπαυσε διά μιας το ράψιμον και ύψωσε προς τον Λιάκον τους οφθαλμούς, πλήρεις φαιδράς εκπλήξεως. — Ο Κύριος Πλατέας! ανέκραξε. Και ήρχισε να γελά, να γελά!

Ο βεζύρης του, που είχε φθάσει εκεί ομού με τους άλλους, που ήσαν εις την συντροφιά του, δεν έλαβαν ολιγωτέραν την έκστασιν. Ο δε βασιλεύς αφού έκαμε διαφόρους στοχασμούς, λέγει· δεν ημπορώ να βεβαιωθώ πώς εκείνη η έλαφος είνε αληθώς ένα ζώον άγριον, αλλά λογιάζω πώς είνε μία εξωτική του δάσους, η οποία υποκάτω εις τούτην την μορφήν λαμβάνει ηδονήν να γελά τους κυνηγούς.

Τότε η ντόνα Έστερ σηκώθηκε ακουμπώντας το χέρι στη ράχη του πάγκου και στάθηκε παρατηρώντας τους σοβαρή. «Τι καλός μου λες;», είπε η Νοέμι, χωρίς να γελά πια. «Είναι γέρος τώρα και δεν μπορεί πια να κοροϊδεύει τον κόσμο∙ αυτό είναι όλο!

Ανθίζουν οι μυγδαλιές, βλαστάνουν τα δέντρα, ξανανιόνουν τα πουλιά, γελά η φύση, αγάπη μεγάλη χύνεται και πλημμυρίζει όλη την εξοχή. Τα λιοστάσια αφίνουν το χειμωνιάτικο σταχτή χρώμα τους, πρασινίζουν κι αχτινοβολούν στον ήλιο, τα σιτάρια υψόνονται, το χορτάρι και το τριφύλλι μεγαλόνει, η δροσιά το λούζει, από μαργαριτάρια γεμίζει ο κάμπος.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν