Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Εν ώ δε ο Μπάρμπα-Σταύρος με όλας τας διαμαρτυρίας της συζύγου του ητοιμάζετο να εξέλθη και αυτός εις τον ελαιώνα κρατών το βαρύ κοντάριον, ηκούσθη εις την αυλήν οξύς γρυλλισμός, ως να εμουρμούριζεν ιδιότροπος θυμώδης γέρων. — Το γουρνόπουλο, Κρατήρα· είδες; εξεχάσαμε το γουρνόπουλο.
Είχεν ανάψει πλέον το πυρ η Κρατήρα· και ήδη κατεγίνετο να καθαρίση την ευρύχωρον εστίαν εν τη γωνία της οικίας, σαρώνουσα με μικράν εκ πτερών όρνιθος σκουπίτσαν την στάκτην και τα λοιπά λείψανα της αποβραδυνής φωτιάς. — Άιντε τώρα να ζυμώσης και να πας 'ς τον φούρνο, Κρατήρα! Παρετήρησε πάλιν με το ειρωνικόν του μειδίαμα ο μπάρμπα-Σταύρος θωπεύων τον μύστακά του μετ' ενδομύχου ευχαριστήσεως.
Έλεγεν ο Κομποδήμος βλέπων το ευώδες ρώμι, το οποίον εμοσχοβόλησε θερμότητα και ζωήν, μέσα εις την παγωμένην εκείνην σχισμάδα της γης και εις την ρίνα του ποιμένος παγωμένην ομοίως. Μετά μικρόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς του, συνελθών τελείως και κινηθέντων των μελών αυτού. — Ακόμα λιγάκι και πάαινα! Είπε μετά στεναγμού βαθέος ο γέρων.
— Κάθε ένας με την ιδέαν του γυναίκα. Εσύ προτήτερα για τον σκοπόν σου το εύρισκες ολίγο το χιόνι, εγώ τώρα για τον σκοπό μου το βρίσκω πολύ. Πάνε, κακομοίρα, η εληαίς, πάνε! Είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και ροφήσας μια, κατέβασεν ως την μέσην την μποτιλίτσα, υπολογίζων ότι είχεν ανάγκην ικανού θερμογόνου. — Δεν βλέπεις, πώς τρέχει ο κόσμος πρωί πρωί, μόνε θέλεις ν' αφήσουμε τα χτήματά μας;
Ήρχισαν να φωνάζωσιν εν χαρά οι ναυτικοί, περικυκλώσαντες τον γέροντα. — Κολλήγα! Κολλήγα! έλεγε και ο ποιμήν καταχαρούμενος, αλλά μη πεποιθώς ακόμη. Ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς και ανεστέναξεν επανειλημμένως.
Διά τούτο λοιπόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ιδών την χιόνα εχουχούλιζε τας χείρας του όχι τόσον ένεκα του ψύχους, όσον ένεκα της χαράς του, ότι η ανάγκη θα υπεχρέου την ευλογημένην Κρατήραν να κάμη οικονομίαν. Ποίος θα της φέρη τ' απαιτούμενα με τοιούτον χειμώνα, ποίος θα υπάγη εις τον φούρνον;
Διά τούτο πολλάκις η Κρατήρα, αν και είχε ψωμίον, εύρισκεν αφορμήν να ζυμώση, για φρέσκο τάχα — πότε πίττα, πότε τυρόπιττα, διά να μανθάνη εις τον φούρνον τα νέα της γειτονίας της και του χωρίου. Ενίοτε όμως ο μπάρμπα-Σταύρος εθύμωνεν. Όσον επιεικής και αν είνε κανείς, πάντοτε είνε καμωμένος από νεύρα.
Πλην έβλεπε τωόντι ο Μπάρμπα-Σταύρος ότι ήτο αδύνατον πλέον να προχωρήση περαιτέρω μέχρι του κτήματός του. Η χιών ήτο βαθεία αληθώς, πέντε σπιθαμών, και ήτο φόβος να βυθισθή τις και απολεσθή. — Δεν είνε χιόνι αυτό! εψιθύριζεν. Οργή Θεού! Δυο-τρεις φοραίς κατέπεσε και ετρόμαξε να εγερθή εκ νέου. Όμως επροχώρει, διότι δύο άλλοι προ αυτού εβάδιζον και αυτοί μετά καμάτου.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν κούφια πατήματα επί της χιόνος, έξω, και συγχρόνως φωνή παγωμένη. — Άιντε, Μπάρμπα Σταύρο; Τι κάνεις; Πάνε η εληαίς! — Ωχ! Ωχ! εκραύγασε τότε ο Μπάρμπα-Σταύρος, ως να επόνεσεν αίφνης η καρδία του. Δεν το είχε σκεφθή αυτό, από την χαράν του, ότι ένεκα της χιόνος θα έκαμνεν οικονομίαν. Ο φαιδρός πάντοτε γέρων αίφνης εμελαγχόλησε και συνωφρυώθη.
Ο Μπάρμπα-Σταύρος θάνε σαν ρουφός μες 'ς τον πάγο, φρέσκος-φρέσκος, όπως διατηρούν φρέσκα 'ς την Αθήνα τα ψάρια. — Ας μη λαχταράη το ψάρι, παρετήρησεν ο Κομποδήμος, και περίμενε να 'ς το κάνη φρέσκο το χιόνι. Τι, θάλασσα είνε το χιόνι νάχη φρέσκα ψάρια; Αίφνης ο ποιμήν ο οδηγός εσταμάτησε κατηφής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν