Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Αν και είχεν υπερβή τα τεσσαράκοντα έτη, όμως εφαίνετο ως εκ της ανθηράς υγείας της μόλις τριακοντούτις· διό πολύ εκαμάρωνεν ο μπάρμπα-Σταύρος, όταν του έλεγαν οι φίλοι του βλέποντες αυτόν πάντοτε φαιδρόν θωπεύοντα τον μύστακά του τον στακτερόν. — Βέβαια, μπάρμπα-Σταύρο, το στρίβεις. Το ξέρω κι' εγώ!

Για πού χαζιρεύεσαι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν τάκουσες; Πάνε η εληαίς! απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και εκτύπα εις το σανιδένιον πάτωμα της οικίας τους βαρείς πόδας του εναλλάξ, όπως εφαρμόση αυτούς ακριβώς εντός των ρωσσικών υποδημάτων και βαδίζη χωρίς να πονή. — Κάμε γλήγορα Κρατήρα! είπε ταχέως μπουρμπουλλίζων τας λέξεις ο γέρων, ως άνθρωπος βιαζόμενος. Δόσε μου το τσίπουρο!

Το βέβαιον όμως είνε ότι η Κρατήρα επεθύμει ν' απομακρυνθή την ημέραν αυτήν από του οίκου ο σύζυγός της, ίνα ζυμώση με την ησυχίαν της, ως έκαμνεν άλλοτε την Παραμονήν, ότε ο Μπάρμπα-Σταύρος έλειπεν εις τον ελαιώνα του.

Ο Μπάρμπα-Σταύρος εν κακή καταστάσει κομισθείς, ως είδομεν, αφού έτυχε τόσων θερμών περιποιήσεων εκ μέρους της συζύγου του, ήτις ανατσουτσουρωμένη, φρικιώσα είδε να τον φέρουν τον αγαπητόν της άνδρα υπό μάλης ως σακκίεφρόντισαν όμως να προείπωσι προς αυτήν το συμβάν, ίνα μη καταπλαγήεκάθητο εντελώς καλά πλέον εγγύς της πυράς, θερμαινόμενος και διηγούμενος το πάθημά του, ως άνθρωπος σωθείς από θάνατον, και ευφραινόμενος να διηγήται την σωτηρίαν του, ως να ήθελε να βεβαιωθή διά της επαναλήψεως, ότι αληθώς εσώθη.

Αφού έπιε δύο τρία τσιμπούκια, έρεγχε μακαρίως ο γέρων, ενώ η φλοξ εχαριεντίζετο παίζουσα και αναλάμπουσα κεκινημένως επί του πραέος αυτού προσώπου. Ότε κρότος οξύτατος ως να εκρούσθη ηχηρώς μέγα ταψίον, τον αφύπνισεν έντρομον τον Μπάρμπα-Σταύρον διακόψας τρομακτικόν αυτού όνειρον. — Πιάστε με! εκραύγασεν ο Μπάρμπα-Σταύρος αναπηδήσας.

Αλλά πώς; Εληά ήτανε να την ξεχιονίσω; — Ας πάνετην οργή κι' αυταίς η εληαίς, κολλήγα. Κόντεψε να σε χάσουμε. Ας πάνε ς' την οργή! Διέκοψεν ο κολλήγας, κενών άλλο ποτήριον εις τον λάρυγγά του. — Η εληαίς μονάχα κολλήγα, ή και τα θηλιάσματα μαζί; Ηρώτησεν ο μπάρμπα-Σταύρος γελών και θωπεύων τούς μύστακάς του τους στακτερούς. — Όλο να με πειράζης, κολλήγα.

Και ήρχισε να τρώγη, εν ώ οι δυο σύζυγοι μη έχοντες άλλο τι έφαγον άρτον και τυρίον απλούν, διότι εν τη φιλαργυρία του ο Μπάρμπα-Σταύρος δεν είχε προμηθευθή ολίγον κρέας διά να κάμουν σούπαν.

Η δε τριγωνική φαλακρά κορυφή της Καραφιλτζανάκας ήτον όλη μία λευκή μάζα ως να κατέρρευσεν απ' αυτής πηγή γάλακτος παγέντος μέχρι των υπωρειών. Ούτε ίχνος οδού, ουδέ σημείον. Πλην ο Μπάρμπα-Σταύρος γνωρίζων την οδόν καλώς, εβημάτιζεν επί της χιόνος προχωρών προς το κτήμα του κατηφής και κλαίων σχεδόν, διότι έβλεπε πλέον ότι μεγάλη ζημία εγένετο εις τον ελαιώνα.

Εμείς πάντα σε καταπατούμε. — Όχι εμένα, διέκοψεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, τον ελαιώνα μου. Ας είνε· δεν πειράζει. Αφήσανε τουλάχιστον της κουτσούραις τα γίδια; Ήτο και αστείος ο γέρων. — Ας είνε! εξηκολούθησεν. Όσο και αν φάνε τα πράμματα, θ' απομείνουν πάντα η ρίζαις. Και θα ξαναβλαστήσουν. Και εγέλασεν.

Εκεί κάτω τους εύρεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και τους δύο λαιμάργως καταπίνοντας δι' αγρίων βρυγών τας τρυφεράς του ωραίου χοιριδίου σάρκας, ων η ευωδία επλήρου τον οίκον όλον, ως είδομεν.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν