Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Κ' ενθυμείτο τώρα ο Μιστόκλης εκείνο το τερπνόν πανόραμα όπερ από της κορυφής εκαμάρωνε κάθε πρωίαν, αναμένων εις τας επάλξεις του βράχου, να ίδη αν έρχωνται προσκυνηταί να κρούση τον κώδωνα. Ηπλούτο γύρω-γύρω η πόλις λευκή, κατάλευκος, με τους ναούς της και τα παλάτια της, με τας πλατείας της και τα καθαρά τετράγωνα των νέων συνοικισμών.

Σου έτυχε καμμιά φορά εις την θάλασσα, παπά μου, να φυσάνε οι καιροί από παντού, γύρω-γύρω, και να μη ξεύρης τι καιρός είνε, τι καιρός θα στερεώση, και να σαστίζης, και να μη ξεύρης τι να κάμης; Το ίδιο συμβαίνει τώρα εις εμένα και έξω εις την στεριά. Μάγια από δω, μάγια από κει! Και να μη ξεύρης ποιος τάκαμε. Ότι είνε καμωμένα μάγια εις αυτήν την δουλειά, δεν έχω αμφιβολίαν.

Εχάραξεν είτα τας ρομβοειδείς ψάρας, εκέντησε μικρά τριγωνίδια γύρω-γύρω εις τον μέγαν κύκλον του σινίου, αποκόψασα διά μαχαιριδίου τα κρεμάμενα έξω αυτού φύλλα, και έφερεν εις την μητέρα της, ήτις τον εφούρνισεν ευχηθείσα: — Καλορρίζικος!

Εισήλθομεν, επροσκυνήσαμεν τας εικόνας, κι' ο Νικολός ήναψεν ευλαβώς τα κανδήλια. Μέσα εις το ζεμπίλι του, χωρίς να το σκεφθώ εγώ, είχε βάλει και έν μολύβδινον παγούρι με έλαιον. Εξήλθομεν κ' εκυττάξαμεν γύρω-γύρω τον τόπον. Όλοι οι λόφοι, αι κλιτύες και τα πλάγια, ελαιοφυτευμένα, γλαυκά, δροσερά, ευώδη.

Ούτε έφαγεν, ούτε εκοιμήθη ούτε ήγγισε καν την τρίχορδον. Τρυπωμένος μέσα εις ένα θαμνώδη σχοίνον, με την καπίτσα του, με τα τσαρουχάκια του, συνεχώς εστέναζεν, ολοφυρόμενος την απροσδόκητον συμφοράν. — Πώς τώκαμα αυτό! Πώς μου τώκαμαν αυτό! Ενώ, γύρω-γύρω, με περιέργειαν τον έβλεπον τα γαλάριααι γαλακτοφόροι αίγες με τους μαστούς γεμάτους, ως καρδάραις, βοσκούσαι εις τον δρυμόν.

Εκτύπησεν επί του πατώματος μετά προσοχής τους πόδας της εναλλάξ, όπως καταπέσωσιν αι προσκεκολλημέναι επί των υποδημάτων της χιόνες· ετίναξεν ωσαύτως και την άκραν γύρω-γύρω του φουστανίου και προχωρήσασα προς την εστίαν. — Καλή χρονιά! είπε, χαιρετίζουσα ευφροσύνως, διπλήν αισθανομένη η ταλαίπωρος την χαράν της μεγάλης ημέρας.

Είδαν οι ναύται γύρω-γύρω τα βουρκωμένα τα μάτια του και ένας γεροντονιός, κοντός και καμπουράκος, με την κομμένη μύτη, οπού του την επήρε το διάκι σε μια φορτούνα, ο Καπότας, λέγει συνηθισμένος να παρεμβαίνη παντού: — Αλήθεια, κυρ Γιωργάκη, σχωρέθηκε η γρηά!

Να καθίση αμέριμνος, καταμεσής ς' της κόκκιναις παπαρούναις, ως λευκός κρίνος αυτή, κρίνος κάτασπρος της ανοίξεως, και γύρω-γύρω, ως χρυσά κρόσσια, ολόχρυσαι να την περιβάλλουν αι κροκοβαφείς μαργαρίται. Να κατακλιθή, να γύρη εκεί, ως κλωνάρι πασχαλέας, με όλα τα παρθενικά της άνθη, να γύρη μαλακά- μαλακά επάνω εις τα δροσερά του σίτου στάχυα, ως νύμφη παναρχαία.

Και ευχαριστούντο γύρω-γύρω οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οις διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα. Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον.

Για να χαρεθή ο κύριός του όταν θα ξυπνούσε, ο Γκορνεβάλης κρέμασε από τα μαλλιά το κεφάλι στη διχάλα της καλύβας, και τα πυκνά φύλλα το επλαισίωναν γύρω-γύρω. Ο Τριστάνος ξύπνησε και είδε μισοκρυμμένο πίσω από τα φύλλα, το κεφάλι που τον εκύτταζε. Αναγνωρίζει τον Γκενελόν. Ταραγμένος, σηκώνεται όρθιος. Αλλά ο Γκορνεβάλης του φωνάζει: «Ησύχασε, είναι νεκρός. Μ' αυτό το σπαθί τον σκότωσα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν