United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον ήκουες πώς μ' έκαμνε και γελούσα; — Όχι, είπον, εκείνον δεν τον ήκουα, αλλά ήκουα σε, και τόσω περισσοτέρα ήτον η ευχαρίστησίς μου. Δεν ηξεύρεις πόσον μουσική μ' εφαίνετο η φωνή σου, πόσον ωραία! — Κατεργάρη! — ανέκραξεν η κόρη, δυσπίστως μορφάζουσα. — Αφού λοιπόν θέλεις να με κολακεύης, άκουσε να σε πω.

Ο Δούκας Μόργκαν κρατάει τον τόπο του με το άδικο. Είναι καιρός να γυρίση στον νόμιμο κληρονόμο». Και θα πω σύντομα πώς ο Τριστάνος πήρε από το θείο του τα άρματα του ιππότη, πώς πέρασε τη θάλασσα μετά καράβια της Κουρνουάλης, πώς ανεγνωρίσθη από τους αρχαίους υποτελείς του πατέρα του, πώς προεκάλεσε το φονηά του Ριβαλάν, πώς τον εσκότωσε και ανέκτησε την πατρίδα του.

Συχνά, πολύ συχνά μου φαινότανε σα να μιλούσε κάποιος άλλος με το στόμα μου, χωρίς να μπορώ να τα εμποδίσω. Έπρεπε όλο να μου δίνης εσύ και γω να παίρνω μόνο. Μα τώρα θαλλάξη το πράμα. Φτάνει μόνο να γίνω καλά. Την ησύχασα και την παρακάλεσα να μη μιλά πολύ. Είμουνα παραπολύ ευτυχισμένος και δεν μπορούσα να πω περσότερα. — Ναι, ναι, είπε. Σώπαινα σε σένα και μιλούσα σ' άλλους.

Ξέρω όλη την Αθήνα, και τρυπόνω η μαργιόλα 'στο σαλόνι, 'στην κουζίνα, σ' όλους, σ' όλαις, και εις όλα, για να μάθω κάθε σχέσι, κάθε μια ξετσιπωσιά, αν και διόλου δεν μ' αρέση η πολλή κακογλωσσιά. Ξέρω πράγματα . . . πω! πω! που καθένας θα τρομάξη· μα δεν θέλω να τα 'πω, ο θεός να με φυλάξη!

Και σιγά μου υπαγόρευσε την απάντηση: Μη με θωρείς κοντό κοντό και χαμηλοζωσμένο, Απού τη γης δε φαίνομαι και τσι καρδιές μαραίνω. Αλλά το δίστιχο δε μάρεσε, ίσως διότι με πολυμίκραινε. Ήθελα να πω κάτι τι πειο περήφανο, απειλητικό μάλιστα, Κι' αυτό μου υπαγόρευσε άλλος. Μην παίρνεις την αγάπη μου, γιατί θα μεγαλώσω, Και θα σου δώσω μπαλωτιά στη γης να σε ξαπλώσω.

Ως πότε θα μαστε λεύτεροι; εξηκολούθησεν ο Καραγιάννης. Ο Αντωνέλλος εσιώπα. — Αυτή τη φορά δε θέλω να μου κάνης το βουβό, παράξενε. — Τι θες να σου πω; είπε σιγά ο Αντωνέλλος. — Να μου πης τη γνώμη σου εγώ δε θέλω πλιο νάμαι λεύτερος· μόνο βρίσκω σωστό να κάμης εσύ την αρχή, σαν πιο μεγάλος. Οι παλμοί της καρδίας του Αντωνέλλου εδιπλασιάσθησαν. — Έχω την αδερφή μου, καπτά Γιάννη

Τέτοια τύχη δεν την είχα· δεν άκουσα ψεφτιά από το στόμα της να βγη! Κλαίω τώρα μοναχός μου. Ο πόνος μου είναι πικρός· είναι η ψυχή μου λαβωμένη. Μα δεν το συλλογίστηκα μήτε να γδικηθώ μήτε να σκοτώσω. Μη σε μέλη. Οθέλλος δεν είμαι και δε θα γίνω. Οθέλλος! Γιατί μου μιλείς όλο για τον Οθέλλο; Σου φαίνεται τάχα και τόσο ζουλιάρης ο Οθέλλος; Να σου πω, δεν τον έχω για πολύ ζουλιάρη.

Ειδέ την Ήρα, αδιαφορώ, τι κάνει δε θυμώνω· σύστημα τόχει ότι κι' αν πω να βάζει πάντα αμπόδια

Τι χαμπέρια, παιδί μου, να μολοήσουμε μεις δω στο χωριό, του λόγου σας, είπε ο ασπρομάλης γέροντας, με την μποτίλλια με τη ρακή στο χέρι, και το σουγιά στο άλλο. — Ε!. τι λες, θα πλερώσουν αύριο οι χωριάτες τα εντάλματα; — Ξέρω κι εγώ;, μπρε παιδί. Τι να πω; Ξέκαμαν αυτές τις μέρες κάμποσα καλαμποκάκια, όχι και πολλά να πης.

Πρέπει να σας πω εν παρόδω ότι το διήγημα ήταν μεταφρασμένο από το έργο ενός Ρώσσου συγγραφέως, που δεν είχε πάρει βέβαια τον τύπο του από τη φίλη μου. Λοιπόν για να πούμε σύντομα περί τίνος πρόκειται λίγους μήνες αργότερα ήμουν στη Βενετία και βρίσκοντας το περιοδικό στο αναγνωστήριο του ξενοδοχείου το πήρα να ιδώ τι απόγινε η ηρωίδα.