Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Τότες φωνάζει ο Έχτορας με μια φωνή μεγάλη 110 «Τρώες λιοντόκαρδοι, κι' εσείς κοσμάκουστοι συμμάχοι, άντρες φανείτε, βρε παιδιά, και την παλικαριά σας μην ξαστοχάτε, όσο που εγώ να τρέξω ως μες στη χώρα να πω στους γεροπροεστούς και στα γλυκά μας τέρια να τάξουν των θεών σφαχτά και προσεφκές να κάνουν.» 115 Είπε, και φέβγει σείνοντας πας στην κορφή τη φούντα.
Αυτά μου ετσαμπούνιζεν ο καλοθελητής μου, που ανάθεμα το σύννεφον που μου τον εξέρασε στο πτωχικό μου. Έγειναν τέλος πάντων η εκλογές και επέτυχεν ο δικός μας, τελευταίος όμως και μόνον μ' εννηά ψήφους παραπάνω απ'εκείνον που ήρχουνταν κατόπιν του.... — Τον επιλαχόντα. — Καθώς τον λες. Ημπορώ λοιπόν να πω χωρίς να καυχηθώ, πως αν έλειπαν οι δικοί μου, αυτός θα ήτο ο επιλαχών.
Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Νάρθης όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γέρο Βασίλη εκείνο ταπομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό είταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε. Τι να κοίταζε!
Μα, ας έχης χάρι, που είνε μπροστά η γυναίκα σου». Και φεύγοντας μουρμούρισε: «... που δε σούπρεπε, κακομοίρη...» Είπα να σηκωθώ να τον γκρεμίσω, μα βαστήχτηκα πάλι. Ας πάη στο διάολο, είπα μέσα μου, κι' ας μείνω με τα λόγια του. Έφυγε. — Κ' είχε μούτρα να σε ζυγώση σήμερα! είπε ο Βαγγέλης· χαρά στην αδιαντροπιά! — Τον είδατε! Τι σας να πω... — Ας τον να κουρεύεται! είπε ο Μήτσος.
ΜΙΚ. Αυτό ακριβώς• σαν να είδε το ίδιο όνειρο ο Πίνδαρος, επαινεί το χρυσάφι. Και τώρα για να σου το διηγηθώ, Πετεινέ, πρέπει να σου πω ότι χθες, όπως ξέρεις, δεν έφαγα εδώ. Διότι ο Ευκράτης ο πλούσιος με συνήντησεν εις την αγοράν και μου είπε να λουσθώ και να πάω να δειπνήσω μαζή του.
Μα πρώτα με τα λόγια εγώ λέω ναν τους δοκιμάσω όπως τεριάζει, και θα πω να φέβγουμε απ' την Τροία μαζί με τα πολύσκαρμα καράβια. Μον τηράτε, εσείς τότε άλλος απ' αλλού ναν τους κρατήστε πίσω.» 75 Είπε και κάθησε. Κι' εφτύς σηκώθηκε κατόπι ναν τους μιλήσει ο βασιλιάς της αμμουδάτης Πύλος.
Επτά-οκτώ παιδία τότε, φέροντα επ' ώμων κλάδους ελαίας, διά τα οικόσιτα αρνία των, συνεπλήρωσαν αρμονικώτατα την τρυφεράν της ειρηνικής πομπής εικόνα, άδοντα εν χορώ το προσόδιον: Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέξε μου να περπατώ, να πηγαίνω 'ς της εληές, να γυρίζω απ' της εληές . . . — Σταθήτε να σας πω, σταθήτε, κορίτσια! Ηκούσθη πάλιν η γραία Φουλίτσα.
Πες μου, τι πράμα είν' αυτό το κόκκινο μπροστά σου: μήπως και σου κουρέλιασε κανένας τ' απαυτά σου; ΑΝΗΡ Και το δικό σου φόρεμα πού είνε; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν το βρήκα, τι να σου 'πω; στα στρώματα δεν πέτυχα μανδύα. ΑΝΗΡ Δεν είπες στη γυναίκα σου να ψάξη; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα τον Δία, δεν ήταν πειά κοντά μου• ξετρύπωσε κρυφά-κρυφά από την κάμερά μου, και τρέμω μήπως έχουμε νεώτερα παιγνίδια•
Τις ακούγαμε από μακριά τις φωνές τους, και δίχως μήτε πόρτες να κλειδώνουν έφευγαν όλοι προς το βουνό. Εμείς όμως είχαμε και τάλλα δυο τα μικρά να κοιτάξουμε, κ' είπα της Φωτεινής να προσμείνη λιγάκι, να πάω να μιλήσω της γριάς στο καλύβι και να της πω να μη φοβάται.
Και τι θα πη τούτο; και τι θα πη εκείνο; Και γιατί και πώς καταστράφηκαν οι μικροπολίτες; Και να μην είταν από τις πολλές φωνές; Και γιατί και πώς κάθουνται στη μύτη του ξένου και δε βλέπουν παρά τη μύτη; Και τι σημαίνει το κάτω κάτω; Να σου πω την αλήθεια, ζαλίστηκα και μ' έπιασε φόβος, μπας και δε βγαίνει αμέσως το νόημα; Άρχισα πια κι ο ίδιος να το μελετώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν