Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Εγώ όπου δεν ημπορώ να παίξω τίποτε χωρίς τετράδιον, μίαν φοράν το ήκουσα και το ενθυμούμαι ολόκληρον. Ταύτα λέγουσα ήρχισε να κυμβαλίζη το τρισκατάρατον γαλόπ του χθεσινού χορού, του οποίου οι ήχοι μου ενθύμιζαν τα βάσανά μου. — Είμαι, απήντησα αποτόμως, ολίγον ζαλισμένος και η μουσική με πειράζει. Άφησε το, σε παρακαλώ, δι' άλλην φοράν.

Τότε γυρίζει ο γέρο-Σκοινάς, και λέει στους τρεις ή τέσσερες νομάτους οπού είχε για να του ξανοίξουν το χωράφι: «Επειδής ξημερώνει Κυριακή αύριο, παιδιά, ας σκολάσουμε νωρίτερα, δεν πειράζει.

Στην διήγηση του περιλαμβάνει τον μύθο της γένεσης του Έρωτα, γεμάτον βαθύ και υψηλόν μυστικισμό, και παρουσιάζει ιδεολογικά τον ερωτικό πόθο σαν φιλοσοφική έφεση, ως τάση προς ευδαιμονία και, μαζί, αθανασία. Ο ξαφνικός ερχομός του Αλκιβιάδη, μεθυσμένου, που πειράζει φιλικά τον Σωκράτη, επιβεβαιώνει παραστατικά τη σωκρατική ιδεολογία. Μεταφραστής ο Ν. Κουντουριώτης.

Άφησε, Βούγκο, να βάλη γνώσι η παληόστριγλα. Χμου! Γρου!... — Δεν την λυπάσαι, πατέρα; — Μίαν οργυιά γλώσσα μου πετά έξω από το στόμα η πανούκλα. Γρου! Κμρου!... — Πατέρα, δεν σου είπε τίποτε· σε ηρώτησε πού επήγες, είπεν ο Βούγκος. Πειράζει αυτό; — Αυτή η λώβα θα μ' ερωτήση πού πήγα; Είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Και ποίος θέλεις να σ' ερωτήση; — Δεν είνε δουλειά της ν' ανακατόνεται. Γρου!

Τι σου ήλθε να κάμης τόσον δρόμον πεζή, παππαδιά; — Ενόμιζα ότι θα σας απαντήσω εις τα μισά του δρόμου και ολίγ' ολίγον ήλθα έως εδώ. Πού είνε ο παππάς; — Μέσα, με τον λεπρόν. — Ζη ή απέθανε; — Ό,τι και αν σου 'πώ, σε γελώ. — Δεν πηγαίνεις να ιδής; — Μου το έχει εμποδισμένον ο παππάς. Η παππαδιά εσιώπησεν επ' ολίγον και έπειτα επανέλαβε μετά τινος ανησυχίας: — Θα νυκτωθήτε εδώ. — Δεν πειράζει.

Αλλά και η ίδια η Μαργή δεν θα εδέχετο να την ενοχλήση εκ νέου και ήτον καλή να του σπάση την κεφαλή με πέτρα. — Δεν πειράζει, είπεν ο Μανώλης μειδιών και κοκκινίζων συγχρόνως. Εγώ θέλω να μου τη σπάση. H πέτρες τση θάνε απαλές σαν και τα χεράκια τση. — Έλα στο νου σου, Μανώλη, του είπεν η Καλιώ προσπαθούσα να φανή αυστηρά, ενώ ενδομύχως δεν την δυσηρέστησεν η τόλμη του Μανώλη.

Ειπέ τους όλους να φύγουν από τον δρόμον μας. Ήνοιξε την θύραν και, μολονότι δεν ήτο κανείς έξω εκεί, εφώναξα δυνατά: Φύγετε όλοι, πηγαίνετε εις τα σπίτια σας. — Δεν έμεινε κανείς έξω, Χρήστε. Πηγαίνωμεν. — Δεν ημπορώ να βλέπω το φως, πάτερ. Με πειράζει. Ο ήλιος επλησίαζεν εις την δύσιν του και αι τελευταίαι ακτίνες του εχύνοντο διά της ανοικτής θύρας εντός του πενιχρού δωματίου.

Οι ώρες σου είναι μετρημένες· ο σκοπός σου είναι να διής πολλά νησιά, να τα πάρης ένα ένα· θα είταν καλό, θα είταν ωραίο να τάβλεπες όλα. Αδύνατο! Βαπόρι δεν έχει. Κι ας μην έχη! Τι πειράζει; Να μη σου κακοφανή, να μην πικραθής, να μη σου κάψη ο πόνος την καρδιά.

ΑΜΛΕΤΟΣ Καλά με συμβουλεύει. ΟΡΑΤΙΟΣ Θα χάσης τούτο το στοίχημα, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν το πιστεύω· αφού αυτός επήγε εις την Γαλλίαν, εγώ δεν έπαυσα να γυμνάζωμαι· όπως έβαλαν το στοίχημα θα το κερδίσω. Αλλά δεν ημπορείς να φαντασθής πόσην στενοχωρίαν αισθάνομαι εδώ εις την καρδίαν μου· όμως δεν πειράζει. ΟΡΑΤΙΟΣ Αλλά, Κύριέ μου

Αλλ' ο εμφανισθείς αρχοντάρης, γέρων ρινόφωνος, είπεν ότι ο ηγούμενος απουσιάζει εις το Μετόχιον προ ημερών, αλλ' ότι εν ανάγκη δύνανται να τον καλέσωσι. Και έβλεπε τον μαυριδερόν αξιωματικόν μετά περιεργείας ως να ενόμιζεν ότι κάπου τον ξαναείδεν. — Δεν πειράζει, είπεν ο άγνωστος, ημείς θα φύγωμεν αμέσως, διότι βιαζόμεθα. Και μετά τέχνης απέφευγε τα πονηρά βλέμματα του γέροντος αρχοντάρη.

Λέξη Της Ημέρας

απόπατο

Άλλοι Ψάχνουν