Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Είπε και πρόθυμα άκουσε ο καστανός Μενέλας, και ξεκινάει να πάει, καθώς λιοντάρι αφίνει στάνη σαν κουραστεί ερεθίζοντας σκυλιά και παλικάρια, 659 που όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι φρουρούν αρματωμένοι, 660 και το λιοντάρι θέλοντας να φάει βοϊδήσο πάχος χοιμάει, μα δίχως όφελος, τι από βαριές χερούκλες όπλα πολλά του πέφτουνε και κούτσουρα αναμένα στα μάτια ομπρός, που μ' όλη του την προθυμιά το σκιάζουν, και πια αλαργέβει την αβγή με σπλάχνα πικραμένα· έτσι έφεβγε απ' τον Πάτροκλο κι' ο θαρρετός Μενέλας 665 πολλά άθελα, γιατί έτρεμε μην τον αφίσουν όλοι σκυλιών ξεσκλίδι, αν πανικός ακράτητος τους πιάσει.
Το μάτι της Παυλίνας έπεσε άθελα απάνω στο λησμονημένο παιγνίδι. Της φάνηκε πως το στήθος της κούκλας σάλευε απαλά και ρυθμικά, σα ν' ανάσαινε. Τι τρέλλα! Πήγε κοντά της κ' έσκυψε το μικρό της αυτί απάνω στο κερένιο στήθος. Κάτι τι κτυπούσε μέσα, σαν καρδιά. Γέλασε με την τρελλή φαντασία της και, τραβώντας τη χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά της, τρύπησε το κερένιο στήθος απάνω στο μέρος της καρδιάς.
Μα πώς αυτό να γίνη; Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί, το φως δεν ξαναβλέπουν. ΗΡΑΚΛΗΣ Στη λύπη μην αφήνεσαι. Υπομονή να κάμης. ΑΔΜΗΤΟΣ Είν' εύκολες η συμβουλές, δύσκολο να υποφέρης. ΗΡΑΚΛΗΣ Μήπως κερδίζεις τίποτα με κλάμματα; ΑΔΜΗΤΟΣ Το ξέρω κ' εγώ, αλλ' όμως με τραβά η λύπη άθελα μου. ΗΡΑΚΛΗΣ Ε, βέβαια, η αγάπη μας για εκείνον που πεθαίνει μας φέρνει δάκρυα.
Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ξέρω, στο άντρον του Πανός πούνε βωμοί κοντά του. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! εδοκίμασα εκεί λαχτάρα εγώ μεγάλη. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Λαχτάρα, ποιάν; στα λόγια σου τα δάκρυα μου τρέχουν. ΚΡΕΟΥΣΑ Δύστυχο γάμο άθελα έκαμα με το Φοίβο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! τάχα ναν' αυτό που είχα καταλάβη; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν ξέρω• την αλήθει' αν λες, θα σου τ' ομολογήσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και την αρρώστια την κρυφή πότε είχες υποφέρη;
Σαν πιο βαρύ θαν τούρθει αφτό νομίζω...» 325 Έτσι είπε και τους έστειλε με θυμωμένα λόγια. Κι' άθελα οι κράχτες τράβηξαν σιμά σιμά την άκρη του στειροτρύγητου γιαλού, και στο καραβοστάσι των Μυρμιδόνων φτάσανε κι' ως τις καλύβες πέρα.
ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι έχεις, ω αυθέντα μου; ΛΗΡ Να σου ειπώ τι έχω... Ιδέ με! το εντρέπομαι την δύναμιν να έχης να φέρης τόσον κλονισμόν 'ς το ανδρικόν μου στήθος, Τα δάκρυά μου τα θερμά, που τρέχουν άθελά μου, να χύνωντ' εξ αιτίας σου το έχω εντροπήν μου, Ω να σε πάρη η καταχνιά και η ανεμοζάλη!
Το πρωί βγήκε ο Πάλμος να πάρη λουτρό στον ποταμό. Άξαφνα φαίνεται πως τον παράσυρε το ρέμα. Κολυμπούσε και προσπαθούσε να φύγη από το μέρος εκείνο. Έπειτα ξάπλωσε τα χέρια και πια δεν τον είδαν. Όταν έφεραν το νεκρό του, έμοιαζε σαν αποκοιμισμένος. Δεν μπορούσε κανένας να πη αν πνίγηκε άθελα ή όχι. Είταν άξιος κολυμπιστής.
Θα δεις τότε αν μας ρήμαξε αφτή η βουλή σου, αφέντη.» Τότε απαντάει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Βαρύς, Δυασέα, ο λόγος σου και σα μαχαίρι μπήκε μες στην καρδιά μου· μα άθελα δε θέλω εγώ οι Αργίτες 105 να ρήξουν τα καλόθρονα μες στο γιαλό καράβια. Και τώρα, πιο καλό όποιος σας ξέρει στρατί, ας μιλήσει, γέρος ή νιός· τι με χαρά το λόγο εγώ θ' ακούσω.»
Αυτά 'παν, ότι ελόγιαζαν πως άθελα τον άνδρα είχε φονεύσει· και οι μωροί δεν είχαν εννοήσει ότι το δίκτ' είχε απλωθή του ολέθρου ολόγυρά των.
Αλλά καθώς αρχίνησε το κύμα να τον βρέχη, Ο κρύος φόβος παρευτύς στα σωθικά του τρέχει· 160 Ανατζιριάζει ολόβολος, το αίμα του παγόνει· Και κλέγει αδιαφόρετα, βαριά το μετανιόνει. Συχνοβαριέται, δέρνεται, και πικραναστενάζει, Και την κοιλιά του Μπάκακα σφιχτά σφιχτά αγκαλιάζει· Χτυπάει η καρδιά του αμάθητη, πέφτει άθελα το δάκρυ· 165 Και θέλει να ήταν βολετό να βρίσκονταν στην άκρη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν