Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Κ' έπειτα μια στιγμή ο λαός αγρίεψε. — Μωρέ μυαλό, ο μπαγάσας!... Εκείνοι ξεθεώθηκαν για να το φέρουν· άφηκαν το μεροκάματό τους, έχυσαν αίμα για τη Χάρη του και τούτος έρχεται τώρα να τους πη πως δεν είνε κόνισμα!... Σούσουρο έγινε, βρισιές ακούστηκαν, γρόθοι σηκώθηκαν φοβεροί. — Το καλό που σου θέλω να φύγης· του είπε μυστικά ο Σταθόπουλος, τραβώντας τον έξω από το πλήθος.
Διότι, όπου ο νόμος δεν υπάρχει παρά εν τη καλή θελήσει των καθ' έκαστα αρχών, ή χρονίζει και η απλουστέρα υπόθεσις επ' άπειρον, ή τελειούται εν μια στιγμή και η μάλλον περίπλοκος.
μες στην ψυχή που ησύχασε, στους πόθους στομωμένη, όσο κι αν είστε σαν αχοί που πνίγονται μακρά, φέγγετε μια στιγμή απαλά σαν άνοιξη ανθισμένη· και σβήτε σα ροδόφωτα σε βραδινά νερά. Μαύρα βαραίνουν όνειρα βαριά το νου μου ακόμη ενώ σιγά το βήμα μου φέρνω σε σένα, αυγή, μόλις του δάσους τη σγουρή χρυσώνει ο ήλιος κόμη κι η καταχνιά κακό όνειρο κι αυτή γλιστρά απ τη γη
Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη. Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδή πια τον παπά. — Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε... Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κ' έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμμένα απ' τα κλάματα. Μια στιγμή έκανε να την πάρη ο ύπνος.
Νύχτα ημέρα να παθαίνω, Μια στιγμη τ' αλησμονώ, Ότι να καλαντικρύσω Τα ματάκια που πονώ. Πάρτε, όσα, κι' αν θελήστε, Δάκρια, πάθια, στενασμούς, Ούτε έναν μην αφήστε Οχ τους δάρτες και καϋμούς. Λογαριάστε, και θα βρήτε Νούλλα όλα τα πικρά Αν τα βάλετε στο ζύγι, Και φιλήσω μια φορά. Μες τα γλυκά σου μάτια Ο έρως κατοικάει, Και τα κινήματά τους Ως θέλει διοικάει.
Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή, που βάρεσε ο δεύτερος ο σήμαντρος κι' η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της όλον τον κόσμο του χωριού.
Όταν δε εφίλησες το Κυμβάλιον πέντε φορές ολίγον μ' επείραξε• διότι τον εαυτόν σου ύβριζες που φιλούσες μια τέτοια γυναίκα• αλλά πώς μπορούσα να σε βλέπω να κάνης νεύματα στην Πυραλλίδα και κάθε φορά που έπινες να της προσφέρης το ποτήρι και να λες του υπηρέτου στ' αυτί, αν δεν ζητήση η Πυραλλίς να μη δώση σε κανένα άλλον να πιή; Εις το τέλος εδάγκασες ένα μήλο, μια στιγμή που είδες τον Δίφιλον να μην προσέχη — διότι μιλούσε με τον Θράσωνα — και με τρόπο έσκυψες και το πέταξες στον κόρφο της και αυτή το φύλαξε ανάμεσα στα βυζιά της και τόκρυψε στο στηθόδεσμό της.
Ο γέρο Βασίλης τότε φωνάζει και μας λέει να σταθούμε. Σταθήκαμε μια στιγμή. Σταμάτησε ο σεισμός. Κάμαμε το σταυρό μας. — Τώρα τρέχατε, κ' ίσια στο περιβόλι, μας λέει ο γέρος τρομασμένα και βιαστικά. Μπαίνουμε στο σπίτι, κατεβαίνουμε τη σκάλα, ερχούμαστε στην πισόπορτα, και βγαίνουμ' έξω. Τι φωνές, τι τσιριχτά σ' όλη τη γειτονιά!
Και στην ώρα που το έφερναν, φοβερά ρεκάζοντας επήδησε στα κύματα με τον Γιώργη το Σπετσωτάκι, που ήθελε να παλαίψη μαζί της. Για μία στιγμή, τον είδα κάτου σε βαθειά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν' αντρομαχέται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους αποκλαμούς, να τον παίζη στο αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα.
Τέτοια γλώσσα, παιδιά μου, άσκημη γλώσσα, γλώσσα μισή, γλώσσα του εγωισμού, ανύπαρχτη γλώσσα, η Ομορφιά δεν τη θέλει, δεν τη θέλει η Καλοσύνη, δεν τη θέλει η Αγάπη. Μα μήτε η ορθή κρίση δεν τη θέλει. Για να το συλλογιστούμε και μια στιγμή. Εδώ δε χρειάζουνται και τόσα λόγια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν